Δέσποινα Αντύπα. Πρώην συντάκτρια ύλης στην πρώην (;) Ελευθεροτυπία, την ιστορική αυτή εφημερίδα που ακόμη και γι' αυτούς που έχουν φύγει, δεν είναι εύκολο να πιστέψουν πως δεν κυκλοφορεί. Λένε,όμως, πως κάθε εμπόδιο... για καλό. Το «μετά» της Δέσποινας Αντύπα είναι γοητευτικά διδακτικό, πιότερο από το «πριν».
Συνέντευξη στην Γεωργία Λινάρδου
Πώς ξεκίνησε η ζωή και με τι όνειρα;
Συνέντευξη στην Γεωργία Λινάρδου
Πώς ξεκίνησε η ζωή και με τι όνειρα;
«Η ζωή μου δεν υπήρξε ποτέ εύκολη. Πάντα είχα μια κρυφή ζήλια για τους ανθρώπους που όλα τους έρχονταν δεξιά και δεν χρειαζόταν να κοπιάσουν για τίποτα. Μέσα, όμως, από τέτοιες διαδικασίες αναγκάζεσαι να αναπτύξεις δεξιότητες και ικανότητες κάθε μια από τις οποίες σου ανοίγουν καινούργιους δρόμους. Με έναν τρόπο εκπαιδεύεσαι να προσαρμόζεσαι. Είναι αυτό που έλεγε ένας παλιός μου αρχισυντάκτης : να ξέρεις, δουλεύεις πάντα για τον επόμενο εργοδότη σου! Έτσι και στη ζωή. Κάθε τι σε προετοιμάζει για το επόμενο βήμα. Το μεγαλύτερο μου όνειρο ήταν να φτιάξω μια ωραία οικογένεια, ένα ζεστό σπίτι. Ε, αυτό νομίζω ότι το κατάφερα».
Γιατί επέλεξες να σπουδάσεις δημοσιογραφία;
«Έγινε εντελώς τυχαία. Τα καλοκαίρια δούλευα σε ένα βιβλιοπωλείο και όταν δεν είχε πολύ κόσμο χάζευα τις περιλήψεις στο οπισθόφυλλο. Ήρθε μια μέρα μια κυρία και μου ζήτησε να της προτείνω βιβλία για έφηβες. Της υπέδειξα κάποια, της τα περιέγραψα και τότε με ρώτησε αν ήθελα να κάνω κριτική βιβλίου στο περιοδικό στο όποιο ήταν αρχισυντάκτρια, το Seventeen. Ήταν ένα νεανικό περιοδικό της δεκαετίας του 80. Νομίζω πως δεν κυκλοφορεί πια. Τότε ήμουν 16 χρονών. Το ένα έφερε το άλλο και από το 1990 άρχισα να δουλεύω στη δημοσιογραφία με ένα διάλειμμα ενός έτους κατά το ποιο σπούδασα στην Αγγλία, σύνταξη ύλης».
Δύσκολη ή εύκολη η δουλειά του δημοσιογράφου;
«Μμ, η ερώτηση πάντως σίγουρα είναι δύσκολη. Δεν ξέρω. Νομίζω οτιδήποτε θέλεις να το κάνεις σωστά, είναι δύσκολο. Δύσκολο είναι να είσαι σωστός επαγγελματίας σε ένα χώρο και μια χώρα που μαστίζεται από προχειρότητα, ημιμάθεια και έλλειψη κανόνων. Η αίγλη που περιβάλλει το επάγγελμα αυτό, όταν ξεκινάς, χάνεται μέσα στη ρουτίνα της καθημερινότητας και με τα χρόνια είναι κι αυτή μια δουλειά σαν όλες τις άλλες. Είναι σαφώς ένα ψυχοφθόρο επάγγελμα και δεν ξέρω αν οι λίγες καλές στιγμές φτάνουν για να σε αποζημιώσουν».
Τι νιώθεις όταν ακούς ή διαβάζεις το ιστορικό πια σύνθημα: Αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι;
«Σε προσωπικό επίπεδο νιώθω ότι δεν με αφορά. Είναι μια γενικότητα όπως τόσες άλλες που ανθίζουν στην Ελλάδα. Έχει μια βάση στο βαθμό που η διαπλοκή είναι τόσο εκτεταμένη. Αλλά αν υπάρχουν 50 δημοσιογράφοι που "τα παίρνουν" υπάρχουν άλλοι χίλιοι που δουλεύουν υπεύθυνα, φιλότιμα, έντιμα και με ελάχιστα χρήματα προσπαθώντας να είναι σωστοί απέναντι στον εαυτό τους και στη δουλεία τους. Όμως, στην Ελλάδα, η καθαίρεση είναι το εθνικό μας σπορ. Μας αρέσει να τσουβαλιάζουμε ανθρώπους, κλάδους και ομάδες γιατί αυτό μας κάνει να διαφέρουμε και να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας».
Η επόμενη μέρα της Ελευθεροτυπίας τι σήμαινε για σένα;
«Ήταν μια μέρα ανακούφισης. Οι τελευταίοι μήνες ήταν τόσο δύσκολοι γεμάτοι απελπισία και ανασφάλεια που δεν θέλω πια να τους θυμάμαι. Απλήρωτοι, κρεμασμένοι στα τηλέφωνα για μια οποιαδήποτε πληροφορία που θα μπορούσε να μας δώσει ελπίδα για τη λύση του προβλήματος. Μια ελπίδα που ακόμα και τώρα την περιμένουμε. Χρειάστηκε να περάσει ένα ολόκληρο καλοκαίρι για να νιώσω ότι απαγκιστρώθηκα από όλη εκείνη την άρρωστη ατμόσφαιρα και να μπορέσω πια να σκεφτώ τα πράγματα με ηρεμία και νηφαλιότητα. Νομίζω ήταν το πιο μακρύ καλοκαίρι της ζωής μας. Το πιο δύσκολο ήταν ότι γκρεμίστηκαν όλες οι βεβαιότητες και όλα τα σχέδια που είχαμε κάνει για το μέλλον. Και ξαφνικά, έπρεπε να αρχίσεις από την αρχή. Να λύσεις άμεσα το πρόβλημα του βιοπορισμού, αλλά και να δημιουργήσεις καινούργια όνειρα, κάτι που θα σε κρατήσει και θα σου δώσει ένα κίνητρο να προσπαθήσεις. Δεν ήμασταν πια 20 χρονών».
Τι ρόλο έχουν στην ζωή σου τα περίφημα πια macaron σου και πως ξεκίνησε όλη αυτή η ιστορία;
«Πρόπερσι που η κρίση είχε χτυπήσει, αλλά δεν είχε φτάσει ακόμα στην πόρτα μας, σκέφτηκα ότι έπρεπε να μάθω να κάνω κάτι, το όποιο θα μπορούσα να εξασκήσω ως επάγγελμα σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου. Άλλωστε, το όνειρο μας ήταν να ζήσουμε στη Γαλλία κι αν δεν συνέβαινε η ιστορία της Ελευθεροτυπίας σε δυο χρόνια θα το είχαμε καταφέρει. Έτσι,λοιπόν, γράφτηκα σε μια σχολή ζαχαροπλαστικής από την όποια αποφοίτησα φέτος. Δεν είχα ασχοληθεί ποτέ στο παρελθόν με τα γλυκά απλώς ήταν κάτι που μου ταίριαζε ως ψυχοσύνθεση. Είναι μια τέχνη που θέλει έμμονη στην λεπτομέρεια, θέλει αφοσίωση, απαιτεί μοναχικότητα. Επειδή πιστεύω ότι κανένας δεν μπορεί να τα κάνει όλα και να τα κάνει καλά, αποφάσισα να εξειδικευτώ σε ένα μόνο πράγμα. Έτσι γεννήθηκε το La petit macaron ».
Ζωή στην ανεργία… μπορεί να υπάρξει γλυκιά μια τέτοια ζωή;
«Για γλυκεία δεν ξέρω, ξέρω όμως ότι μπορεί να μην είναι σκληρή. Η ανεργία είναι μια τσάμπα ψυχοθεραπεία. Θες δε θες, βλέπεις τη ζωή σου από την αρχή, τι έχει σημασία, τι έχει προτεραιότητα, τι είναι μέτριο, τι αξίζει. Και ανάλογα με τον χαρακτήρα σου κάνεις τις επιλογές που αντέχεις».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου