Ξύπνημα… μια από τα ίδια. Ελληνικός καφές στο πόδι και μαρκαρισμένη εφημερίδα στη τσάντα… μία από τα ίδια.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή.
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή.
Η αγωνία και η ελπίδα, αχώριστοι φίλοι εδώ και καιρό, με συνοδεύουν προς ένα Αύριο που όσο περνούσαν οι μέρες, οι μήνες, είναι απλά… μία από τα ίδια!
Ανέβηκα τα σκαλιά του 4ο ορόφου ενός κτιρίου κάπου κοντά στο Σύνταγμα, αφού τα παμπάλαια ασανσέρ πάντα μου προκαλούσαν ασφυξία. Άφησα ένα βιογραφικό.
Ύστερα ξανά μετρό. Έπρεπε να αποβιβαστώ στη στάση Αμπελόκηποι, για να εισπράξω και πάλι το γνωστό: «Ευχαριστούμε, θα σας ειδοποιήσουμε».
Συνέχισα.
Έφτασα σε μια συνοικία στο Περιστέρι. Η αγγελία για έναν Οίκο Ευγηρίας, υπόσχονταν πολλά. Δεν έλεγε όμως τα λίγα, τα πιο σημαντικά: Τετράωρη ασφάλιση αντί για οχτάωρη (όχι και τετράωρη εργασία), μεροκάματο πείνας, ίσως ένα ρεπό την εβδομάδα -κατά τα κέφια του εργοδότη- όχι άδειες, όχι δώρα. Και το αποστομωτικό: «Θα σας δοκιμάσουμε πρώτα κι αν μας κάνετε… »! Που δεν μας κάνετε, δηλαδή, έλεγαν τα μάτια της διευθύντριας αφού πρώτα με είχε σκανάρει από πάνω μέχρι κάτω και της είχα φανεί «πολύ λεπτή και ευγενική για να συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει στα καημένα τα γεροντάκια που είχαν πέσει στην ανάγκη της».
Έφυγα τρέχοντας, όπως «άρμοζε» στη συνείδησή μου.
Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να δυσανασχετούν.
Ένα τηλεφώνημα ακόμη, μια αγγελία ακόμη και βλέπουμε…
Ηλεκτρικός και στο λιμάνι του Πειραιά.
Για άλλη μια φορά, σε μια υποψήφια δουλειά που δεν είχα ξανακάνει ποτέ στη ζωή μου. Η αγωνία αυτή τη φορά μου υπέδειξε την κατά μέτωπο επίθεση όταν ρωτήθηκα αν γνωρίζω το αντικείμενο: «Και βέβαια γνωρίζω, κύριε»! Δεν ξέρω πως κρατήθηκα, όταν μου αρνήθηκε, πάντα ευγενικά: «Μένετε πολύ μακριά… λυπάμαι»... λες και τον ένοιαζε αυτόν πώς θα πηγαίνω εγώ!
Στο τέλος δεν κρατήθηκα. Σχεδόν κλαίγοντας έκλεισα την πόρτα πίσω μου.
Από τις πέντε, είμαι ξαπλωμένη στον καναπέ. Τα πόδια μου έχουν πρηστεί και πονάνε. Στην τηλεόραση μεταδίδεται η μια εκπομπή μαγειρικής μετά την άλλη. Τρεις στη σειρά μέτρησα. Τι γλυκά με σοκολάτα ή σαντιγί, τι αμερικάνικα σνακ που δεν τα είχα ξαναδεί, τι περισπούδαστες συνταγές από διάσημους σεφ, τι πιάτα με ρόκα και γραβιέρα… Λουκούλλεια γεύματα να ετοιμάζονται μπρος τα μάτια μου και το ψυγείο μου σχεδόν άδειο.
«Μαμά, τι θα φάμε απόψε;;;» με ρώτησε ο γιος μου, ο γιος σου, ο γιος μας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου