Πρεμιέρα την Δευτέρα για το J.A.C.E του Μ. Καραμαγγιώλη. Και; Τελικά τα πράγματα ήταν όπως τα περιμέναμε; Η Έλενα Σκαρπαθιώτη παρακολούθησε την ταινία J.A.C.E ή όπως γράφει στην κριτική της: J.A.C.E: ANOTHER CONFUSED ENTERTAINMENT.
Γράφει η Έλενα Σκαρπαθιώτη
Πρεμιέρα του J.A.C.E την Δευτέρα 5/11 και είμαι εκεί, προετοιμασμένη να δω μια βραβευμένη ταινία που θα με συγκλονίσει, θα με ταρακουνήσει και πιθανότατα θα με στεναχωρήσει με τις αλήθειες της. Δεν θα αναφερθώ στην πλειάδα καλλιτεχνών και συντελεστών του κινηματογραφικού και μουσικού μας στερεώματος, ούτε για τις αμήχανες κουβεντούλες της Ελευθερίας Αρβανιτάκη μετά του Σάκη Ρουβά, που κάποιο διαστροφικό μυαλό τους έβαλε να κάθονται δίπλα-δίπλα. Θα επιμείνω κινηματογραφικά.
Τα χαρτομάντιλα έτοιμα ανά χείρας.
Η ταινία ξεκινά.
Νιώθεις ότι βλέπεις την αποκάλυψη την ίδια! Αισθάνεσαι ότι παρακολουθείς το Ελληνικό «Εξπρές του Μεσονυκτίου» , νιώθεις ότι δεν θα αντέξεις άλλη ωμότητα, για πράγματα που ξέρεις, ενδεχομένως και να έχεις διαβάσει σε εφημερίδες, αλλά δεν έχεις ξαναδεί στο πανί.
Κανονική γροθιά στο στομάχι και χρειάζεσαι βαθιές ανάσες.
Απαγωγές παιδιών, διεφθαρμένοι μπάτσοι, απάνθρωπες συμπεριφορές προς τους αδύναμους ανεξαρτήτως ηλικίας, περάσματα στα σύνορα, κυνηγητό, εμπόριο οργάνων, αναλαμπές τρυφερότητας.
Προβληματίζεσαι, ταυτίζεσαι, παρακολουθείς με αγωνία και ντρέπεσαι. Πολύ. Για αυτά που ξέρεις, για την κοινωνία μέσα στην οποία ζεις και ενώ ξέρεις ότι κινείται έτσι, χρόνια τώρα, εσύ σφυρίζεις αδιάφορα.
Και κάπου περί τα μισά της ταινίας… το σκηνικό αλλάζει. Αργά αλλά σταθερά ξεχειλώνει. Περιμένεις, λες δεν γίνεται, ήταν συγκλονιστικό μέχρι τώρα, είναι δυνατόν να γίνεται τόσο κοινότυπο; Οι «κακοί», οι ίδιοι παντού, διαχρονικά, (μικρός που είναι ο κόσμος!), οι ίδιοι κακοί μπάτσοι στα σύνορα τότε, με θέση και γαλόνια στην Αθήνα σήμερα, προσθήκη new entry ο μυστικο-εγκέφαλος με το δαχτυλίδι σύμβολο (;) που τα παρακολουθεί όλα, τα πάντα και παντού, από κρυμμένες κάμερες, αλλά είναι και παραμένει ασύνδετος με την Αλβανική σπείρα που εφόρμησε λυσσαλέα στην οικογένεια, στο Αργυρόκαστρο, ξεκληρίζοντας τη, στην αρχή της ταινίας.
Και μένεις με την απορία. Μέχρι τέλους.
Ολίγον από σεξ, πολύ από «έρωτα» που δεν καταλαβαίνεις τι, πώς, πότε, γιατί είναι αυτός που είναι, πώς δημιουργήθηκε και πώς άνθισε σε βαθμό αυτοθυσίας εννοώ. Μυστικά που αποκαλύπτονται, ξανά-έρωτες…και αναρωτιέσαι πού πήγε όλο αυτό που περίμενες, πώς και γιατί από το ντοκιμαντέρ/ θρίλερ που παρακολουθούσες, βρίσκεσαι να παρακολουθείς ένα αστυνομικό μελόδραμα. Εν κατακλείδι, το εξαιρετικό βασικό θέμα της ταινίας (αλβανική μαφία, εμπόριο οργάνων, λαθρομετανάστες) θα αρκούσε και θα μπορούσε να καλύψει από μόνο του ώρες ενδιαφέρουσας, ποιοτικής, θέασης και υψηλών συγκινήσεων. Για κάποιο λόγο (ανασφάλεια;) οι δημιουργοί της ένιωσαν ότι έπρεπε να το ανακατέψουν με πιο ευτελή θέματα ώστε να διατηρήσει περισσότερο το σασπένς.
Εκεί νομίζω πως χάνεται η συνολική εικόνα, και από αριστούργημα γίνεται μια ταινία που θα μπορούσε μεν, αλλά δεν τα κατάφερε στο νήμα.
Αξίζει και επιβάλλεται να αναφερθεί ότι οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών ήταν άριστες όπως και οι λήψεις.
Γράφει η Έλενα Σκαρπαθιώτη
Πρεμιέρα του J.A.C.E την Δευτέρα 5/11 και είμαι εκεί, προετοιμασμένη να δω μια βραβευμένη ταινία που θα με συγκλονίσει, θα με ταρακουνήσει και πιθανότατα θα με στεναχωρήσει με τις αλήθειες της. Δεν θα αναφερθώ στην πλειάδα καλλιτεχνών και συντελεστών του κινηματογραφικού και μουσικού μας στερεώματος, ούτε για τις αμήχανες κουβεντούλες της Ελευθερίας Αρβανιτάκη μετά του Σάκη Ρουβά, που κάποιο διαστροφικό μυαλό τους έβαλε να κάθονται δίπλα-δίπλα. Θα επιμείνω κινηματογραφικά.
Τα χαρτομάντιλα έτοιμα ανά χείρας.
Η ταινία ξεκινά.
Νιώθεις ότι βλέπεις την αποκάλυψη την ίδια! Αισθάνεσαι ότι παρακολουθείς το Ελληνικό «Εξπρές του Μεσονυκτίου» , νιώθεις ότι δεν θα αντέξεις άλλη ωμότητα, για πράγματα που ξέρεις, ενδεχομένως και να έχεις διαβάσει σε εφημερίδες, αλλά δεν έχεις ξαναδεί στο πανί.
Κανονική γροθιά στο στομάχι και χρειάζεσαι βαθιές ανάσες.
Απαγωγές παιδιών, διεφθαρμένοι μπάτσοι, απάνθρωπες συμπεριφορές προς τους αδύναμους ανεξαρτήτως ηλικίας, περάσματα στα σύνορα, κυνηγητό, εμπόριο οργάνων, αναλαμπές τρυφερότητας.
Προβληματίζεσαι, ταυτίζεσαι, παρακολουθείς με αγωνία και ντρέπεσαι. Πολύ. Για αυτά που ξέρεις, για την κοινωνία μέσα στην οποία ζεις και ενώ ξέρεις ότι κινείται έτσι, χρόνια τώρα, εσύ σφυρίζεις αδιάφορα.
Και κάπου περί τα μισά της ταινίας… το σκηνικό αλλάζει. Αργά αλλά σταθερά ξεχειλώνει. Περιμένεις, λες δεν γίνεται, ήταν συγκλονιστικό μέχρι τώρα, είναι δυνατόν να γίνεται τόσο κοινότυπο; Οι «κακοί», οι ίδιοι παντού, διαχρονικά, (μικρός που είναι ο κόσμος!), οι ίδιοι κακοί μπάτσοι στα σύνορα τότε, με θέση και γαλόνια στην Αθήνα σήμερα, προσθήκη new entry ο μυστικο-εγκέφαλος με το δαχτυλίδι σύμβολο (;) που τα παρακολουθεί όλα, τα πάντα και παντού, από κρυμμένες κάμερες, αλλά είναι και παραμένει ασύνδετος με την Αλβανική σπείρα που εφόρμησε λυσσαλέα στην οικογένεια, στο Αργυρόκαστρο, ξεκληρίζοντας τη, στην αρχή της ταινίας.
Και μένεις με την απορία. Μέχρι τέλους.
Ολίγον από σεξ, πολύ από «έρωτα» που δεν καταλαβαίνεις τι, πώς, πότε, γιατί είναι αυτός που είναι, πώς δημιουργήθηκε και πώς άνθισε σε βαθμό αυτοθυσίας εννοώ. Μυστικά που αποκαλύπτονται, ξανά-έρωτες…και αναρωτιέσαι πού πήγε όλο αυτό που περίμενες, πώς και γιατί από το ντοκιμαντέρ/ θρίλερ που παρακολουθούσες, βρίσκεσαι να παρακολουθείς ένα αστυνομικό μελόδραμα. Εν κατακλείδι, το εξαιρετικό βασικό θέμα της ταινίας (αλβανική μαφία, εμπόριο οργάνων, λαθρομετανάστες) θα αρκούσε και θα μπορούσε να καλύψει από μόνο του ώρες ενδιαφέρουσας, ποιοτικής, θέασης και υψηλών συγκινήσεων. Για κάποιο λόγο (ανασφάλεια;) οι δημιουργοί της ένιωσαν ότι έπρεπε να το ανακατέψουν με πιο ευτελή θέματα ώστε να διατηρήσει περισσότερο το σασπένς.
Εκεί νομίζω πως χάνεται η συνολική εικόνα, και από αριστούργημα γίνεται μια ταινία που θα μπορούσε μεν, αλλά δεν τα κατάφερε στο νήμα.
Αξίζει και επιβάλλεται να αναφερθεί ότι οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών ήταν άριστες όπως και οι λήψεις.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου