Το μικρό αγόρι ερχόταν στο χωριό το Πάσχα και τα καλοκαίρια. Έμενε με τον παππού και τη γιαγιά…
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Το μικρό αγόρι ερχόταν στο χωριό το Πάσχα και τα καλοκαίρια. Έμενε με τον παππού και τη γιαγιά.
Το χωριό ήταν πλάι στη θάλασσα και ο παππούς ήταν ψαράς. Γνώριζε την τέχνη όσο λίγοι και ο σεβασμός στο πρόσωπό του μεγάλος. Το έβλεπε το αγόρι στα πρόσωπα των άλλων ψαράδων.
Εκείνο όμως που έκανε τον παππού του να ξεχωρίζει πραγματικά ήταν το νταλιάνι, η ιχθυοπαγίδα.
Άλλο νταλιάνι δεν υπήρχε στις γύρω ακτές.
Ο παππούς το είχε μάθει στη γη που είναι στην άλλη άκρη τούτης της θάλασσας. Πρόσφυγας λοιπόν και το νταλιάνι. Το ψάρεμα ξεκινούσε τον Απρίλη και κράταγε ως τα τέλη Οκτωβρίου.
Ένα διχτένιο φράγμα, ο γκερεμές, τοποθετούνταν κάθετα προς την ακτή. Στην άκρη του γκερεμέ και παράλληλα με την ακτή τοποθετούνταν η παγίδα σε μορφή πέταλου. Χοντροί πάσσαλοι από κυπαρισσόξυλο μπήγονταν βαθιά στην άμμο και ενώνονταν μεταξύ τους με σύρμα. Πάνω στο σύρμα δενόταν δίχτυ ψιλό που έφτανε ως το βυθό. Η μπούκα, δηλαδή η είσοδος της παγίδας, είχε μια πόρτα από δίχτυ που έκλεινε από κάτω προς τα πάνω με σχοινιά που ήταν δεμένα στους πασσάλους της εισόδου.
Τα ψάρια που έπλεαν παράλληλα προς την ακτή έπεφταν πάνω στον γκερεμέ και ενστικτωδώς προσπαθούσαν να διαφύγουν προς το πέλαγος. Δεν ήξεραν τα καημένα πως έτσι εισέρχονταν στην παγίδα του νταλιανιού ,όπου και θα εγκλωβίζονταν.
Τρεις φορές τη μέρα ο παππούς έπαιρνε το αγόρι να μαζέψουν το νταλιάνι. Η δουλειά ήταν σκληρή και ο παππούς δεν χαριζόταν στο εγγονό. Η βάρκα έμπαινε στο νταλιάνι, η πόρτα σηκωνόταν και άρχιζαν σιγά- σιγά να σύρουν το δίχτυ και να μαζεύουν τα εγκλωβισμένα ψάρια.
Το δίχτυ ήταν βαρύ και πολλές φορές ο παππούς φώναζε στο παιδί να το αλαφρώσει γρηγορότερα πιάνοντας τα ψάρια με την απόχη.
Ένας θησαυρός σπαρταριστός γέμιζε τη βάρκα και το αγόρι έψαχνε το βλέμμα του παππού να βεβαιωθεί πως ήταν ικανοποιημένος.
Τις λίγες φορές που το πρόσωπο του παππού σκοτείνιαζε, σημάδι πως η ψαριά ήταν λιγοστή, έμενε σιωπηλό περιμένοντας να ξεφουσκώσει ο θυμός του. Στη σύντομη επιστροφή προς την ακτή ο παππούς μονολογούσε και συνήθως έβρισκε τον αίτιο για τη μισερή ψαριά. Κάποιον γρουσούζη είχε συναντήσει το πρωί ή κάποιο κακό λόγο είχε ανταλλάξει με τη γιαγιά και εκείνη τον είχε φορτώσει με το κακό μάτι, έτσι για να τον εκδικηθεί. Μέχρι βέβαια να φτάσουν στην ακτή, ο παππούς είχε δώσει άφεση αμαρτιών στο φταίχτη και έβγαινε από τη βάρκα με έναν πήδο και καλή καρδιά.
Κάθε δέκα ημέρες το νταλιάνι έπρεπε να καθαριστεί. Το δίχτυ έπρεπε να βγει όλο, να πλυθεί καλά, να επιδιορθωθεί και να απλωθεί να στεγνώσει. Μια φορά το μήνα το δίχτυ έβγαινε πάλι για να «βαφτεί». Ήταν φτιαγμένο από νήμα βαμβακερό, που η αλμύρα το έτρωγε. Στηνόταν τότε ένα μεγάλο καζάνι όπου μέσα του έβραζαν καλά φλούδες από κορμό πεύκου. Μετά έριχναν μέσα λίγο- λίγο το δίχτυ να βαφτεί και να θωρακιστεί η κλωστή του. Στη συνέχεια απλωνόταν στον ήλιο να στεγνώσει. Κόπος μεγάλος από τον οποίο γλίτωσαν οι ψαράδες όταν άρχισαν να χρησιμοποιούν δίχτυ φτιαγμένο από νάιλον.
Η ώρα που ο παππούς καθόταν στην άμμο να μπαλώσει τα δίχτυα ήταν η καλύτερη για να του κάνεις ερωτήσεις ή για να του ζητήσεις να σου πει καμιά ιστορία. Συνήθως σου έλεγε ιστορίες για κείνη την άλλη γη και τα μάτια του βούρκωναν λιγάκι. Έσκυβε τότε πιο πολύ πάνω από τα δίχτυα και σιγοτραγουδούσε κάποιο σκοπό λυπητερό. Το αγόρι είχε ρωτήσει τον παππού αν η ζωή σε εκείνο το μέρος ήταν πιο εύκολη ή πιο πλούσια και γι’ αυτό του έλειπε τόσο. Ο παππούς είχε βγάλει τότε έναν αναστεναγμό που ερχόταν λες από τα βάθη της καρδιάς του και του είχα απαντήσει πως και εκεί δύσκολη και φτωχή ήταν, μα ήταν γλυκιά.
Από όλα τα ψαρέματα που έκανε το αγόρι με τον παππού του τη μεγαλύτερη χαρά την ένιωθε τον Αύγουστο, όταν έπιαναν κέφαλους. Είχε μια ελπίδα πως ο παππούς θα έφτιαχνε από τα αυγά τους αυγοτάραχο παστό για το οποίο τρελαινόταν.. Βέβαια αυτό δεν γινόταν συχνά, τρεις ή τέσσερις φορές τη σεζόν μόνο, γιατί το ψάρι μετά δεν μπορούσε να πουληθεί. Συνήθως τους ανοιγμένους κέφαλους ο παππούς τους έστελνε πεσκέσι με το παιδί σε καμιά οικογένεια του χωριού, που ήξερε ότι βρισκόταν σε ανάγκη.
Το άνοιγμα γινόταν προσεκτικά με χειρουργικές κινήσεις που έκαναν τα επιδέξια χέρια του παππού, έτσι ώστε να βγουν ανέπαφοι οι λοβοί με τα αυγά. Αφού οι αυγόσακοι ξεπλένονταν καλά τοποθετούνταν σε χοντρό αλάτι για να χάσουν την υγρασία τους. Κατόπιν ο παππούς έπαιρνε τους λοβούς στα χέρια του και τους μάλασε με προσοχή. Ήθελε, λέει, να σπάσει τα αυγά χωρία να σπάσει τον εξωτερικό υμένα του λοβού. Όταν πετύχαινε αυτό που ήθελε τους κρέμαγε ψηλά στον αέρα να στεγνώσουν κι άλλο και να αποξηρανθούν φυσικά. Όσο διαρκούσε η διαδικασία αυτή, συνήθως 3 με 4 ημέρες, το αγόρι έριχνε κλεφτές ματιές σ’ αυτούς τους αυγόσακκους που όλο και μίκραιναν σε μέγεθος αλλά έκρυβαν μέσα τους μια γεύση απίστευτη.
Ήξερε πως ο παππούς αυτά τα λίγα μπαστουνάκια θα τα φυλούσε ως κόρη οφθαλμού για να τα μοιραστεί με κάποιους εκλεκτούς φίλους και καλεσμένους. Ο γερος ψαράς όμως σε κείνον χάριζε πάντα το πρώτο κομμάτι και γι αυτό περίμενε υπομονετικά. Όταν ερχόταν η ώρα ο παππούς τον φώναζε, έβγαζε το σουγιαδάκι του και έκοβε αργά και προσεκτικά ένα κομμάτι, αφού πρώτα είχα αφαιρέσει ένα κομμάτι από τον εξωτερικό υμένα του αυγοτάραχου. Το κομμάτι ήταν ψιλό σαν τσιγαρόχαρτο και μαζί του έδινε και μια μεγάλη φέτα ψημένου ψωμιού.
Δυσανάλογη η σχέση μεταξύ ψωμιού και αυγοτάραχου, αλλά η γεύση του λιγοστού ήταν αντιστρόφως ανάλογη προς τη γεύση αυτού που δινόταν απλόχερα. Ήταν μοναδική! Τέτοια, που σαν το παιδί μεγάλωσε πιο πολύ και ο σεβασμός προς το παππού ερχόταν σε αντιπαράθεση με την αγάπη του για το αυγοτάραχο, άρχισε να ανοίγει ντουλάπια και συρτάρια στην κουζίνα προς αναζήτηση των μαγικών μπαστουνιών. Συχνά τα κατάφερνε και επωφελούνταν. Ήξερε πως ο παππούς θα το καταλάβαινε, μετρημένα με μεζούρα θαρρείς τα είχε, μα θα έκανε πως δεν το είχε πάρει χαμπάρι.
Μόνο να μην τον έπιανε «επί το έργον», γιατί τότε τον άκουγε όλο το χωριό: «Βρε, ζεβζέκη, μισερό θα μου το αφήκεις το αυγοτάραχο! Πήγαινε από εδώ μη σε ξυλοφορτώσω!».
Όταν ο παππούς πέθανε, άλλος ψαράς, που είχε μάθει κοντά του, ανέλαβε να δουλεύει το νταλιάνι. Το αγόρι δεν ξαναμάζεψε τα δίχτυα του ποτέ.
Όσο για το αυγοτάραχο, κανείς δεν το παρασκεύαζε.
Μόνο στη μνήμη ενός άνδρα βρίσκεται πια.
Και η γεύση του έρχεται στο στόμα του κάθε φορά που ατενίζει τη θάλασσα, αυτή που φτάνει ως μια άλλη γη ,όπου η ζωή ήταν δύσκολη και φτωχική, μα τόσο γλυκιά, να, σαν τη γεύση του αυγοτάραχου…
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου