«Σκαρφάλωσα μέχρι τα φτερά του ανεμόμυλου και κατέβηκα ως το βάθος του πηγαδιού. Έκανα πάντα ό,τι μου άρεσε».
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Στα απομνημονεύματά του ο Γρηγόριος Ξενόπουλος αποκάλυψε πως η Σοφία Λασκαρίδου ήταν η έμπνευσή του για τη Στέλλα Βιολάντη, την ηρωίδα του που διεκδικεί με τίμημα το θάνατο το δικαίωμά της να ορίσει τη ζωή της και να διαλέξει εκείνη αυτόν που θα αγαπήσει. Εντυπωσιακή καλλονή της εποχής της, ψηλή, κομψότατη και αριστοκρατική, θα μπορούσε να είχε ολόκληρη την Αθήνα στα πόδια της.
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Στην περιοχή της Καλλιθέας, στη συμβολή των οδών Λασκαρίδου και Φιλαρέτου, υπάρχει ένα αρχοντικό. Επί σειρά ετών στεκόταν εκεί ετοιμόρροπο, πριν ο Δήμος Καλλιθέας αναλάβει να το αναστυλώσει και να στεγάσει εκεί τη Δημοτική Πινακοθήκη.
Όντας κάποιος κάτοικος της περιοχής, δεν μπορεί να μην έχει ακούσει αυτή την παλιά ιστορία, που ήθελε το αρχοντικό της Σοφίας Λασκαρίδου να είναι στοιχειωμένο από το φάντασμά της, που τις νύχτες περιφερόταν θρηνώντας γοερώς το χαμένο της έρωτα.
Έχοντας ζήσει ακριβώς δίπλα στο αρχοντικό αυτό επί σειρά ετών, σας διαβεβαιώνω ότι το εν λόγω φάντασμα ουδέποτε καταδέχτηκε να δώσει σημεία ύπαρξης.
Και όμως η γυναίκα αυτή είχε ζήσει πραγματικά στο αρχοντικό μια ζωή διαφορετική από τις άλλες.
Ήταν μια πολύ σημαντική Ελληνίδα ζωγράφος, που με τη μόρφωση και την καλλιέργειά της κατάφερε να σταθεί κόντρα στις κοινωνικές συμβάσεις της εποχής της. Υπήρξε πρότυπο χειραφέτησης σε μια εποχή που οι γυναίκες περιορίζονταν στο ρόλο της νοικοκυράς και της οικοδέσποινας.
Ελάτε να ρίξουμε μια ματιά στη ιστορία της.
Το 1887 ο πλούσιος έμπορος Λάσκαρης Λασκαρίδης αγόρασε μια διώροφη αρχοντική έπαυλη στην εξοχική Καλλιθέα, παραθεριστικό θέρετρο της υψηλής κοινωνίας των Αθηνών. Σε αυτό το ειδυλλιακό τοπίο δίπλα στον ποταμό Ιλισό περνούσε τα καλοκαίρια της και αργότερα εγκαταστάθηκε μόνιμα η οικογένεια. Δεν επρόκειτο για συνηθισμένους ευκατάστατους Αθηναίους.
Ο ευπατρίδης Λασκαρίδης καταγόταν από τη βυζαντινή αυτοκρατορική οικογένεια των Λασκάρεων. Στο οικογενειακό οικόσημο ανακαλύπτουμε τη φράση «μετά σκότους ελπίζω φως». Και πράγματι έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο προοδευτικό και φωτισμένο.
Είχε σπουδάσει στο Λονδίνο και στο Παρίσι, ενώ η σύζυγός του Αικατερίνη Χρηστομάνου, φημισμένη παιδαγωγός, είχε μορφωθεί στη Βιέννη. Μαζί μεγάλωσαν τις τρεις κόρες τους Μελπομένη, Σοφία, και Ειρήνη σε ένα περιβάλλον, όπου αξία είχε η μόρφωση, η πνευματική ανύψωση και η ελευθερία του ατόμου, ανεξαρτήτως φύλου.
Στο σαλόνι του συναντιόταν ολόκληρη η υψηλή κοινωνία της Αθήνας. Ο βασιλιάς Γεώργιος και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας ήταν συχνότατοι επισκέπτες.
Η Σοφία γεννήθηκε το 1882 και από πολύ νωρίς είχε νιώσει το κάλεσμα της τέχνης. Ζωγράφιζε ασταμάτητα και σε ηλικία 14 ετών έκανε την πρώτη της έκθεση. Για να εκπληρώσει το όνειρό της δεν σταμάτησε σε κανένα εμπόδιο. Ζήτησε από το βασιλιά Γεώργιο να μεριμνήσει, έτσι ώστε να επιτραπεί η είσοδος γυναικών φοιτητριών στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου.
Η επιθυμία της έγινε πραγματικότητα το 1903.Προκλήθηκε σάλος στην κοινωνία και σφοδρές διαμαρτυρίες των συμφοιτητών της, αλλά η Σοφία ήταν απτόητη.
Σύντομα έδωσε δείγματα του χαρίσματός της και ο δάσκαλός της Νικηφόρος Λύτρας διαβεβαίωνε πως αυτή η νεαρά δεσποινίς θα τον έκανε περήφανο. Αποφοίτησε το 1907,εξασφαλίζοντας και μια υποτροφία τριών χρόνων για το Μόναχο.
Το μέλλον της διαφαινόταν λαμπρό. Παράλληλα με τη ζωγραφική, όμως, η Σοφία είχε και μιαν άλλη αγάπη.
Πριν καν καταφέρει να εισαχθεί στη σχολή, είχε γνωρίσει τυχαία σε έναν περίπατό της τον νεαρό λόγιο και δημοσιογράφο Περικλή Γιαννόπουλο. Ένας χαιρετισμός και δυο φράσεις που αντάλλαξαν στάθηκαν αρκετά για να δει η Σοφία «τον ουρανό στα μάτια του».
Ο Περικλής Γιαννόπουλος ήταν φημισμένος διανοούμενος και παθιασμένος λάτρης του ελληνικού πνεύματος. Υποστηριχτής της καθαρεύουσας, πίστευε στην ανύψωση του ελληνικού έθνους μέσα από μια ελληνοκεντρική κλασσική παιδεία και απέρριπτε συλλήβδην τις ξενόφερτες ιδέες και συνήθειες.
Όπως περιγράφουν οι σύγχρονοί του ήταν ένας νεαρός, γνωστός στην κοσμική Αθήνα, γοητευτικός και ωραιότατος με ξανθά μαλλιά και σαγηνευτικά, γαλανά μάτια. Την ψυχή του, όμως, την κατέτρωγε το σαράκι του νευρικού κλονισμού και της κατάθλιψης. Ανησυχούσε για την αποδοχή του έργου του και, πάντα ανικανοποίητος, αμφέβαλλε για την επιρροή του στην αναμόρφωση της ελληνικής κοινωνίας.
Εραστής του ελληνικού φωτός το αναζητούσε απεγνωσμένα στους ατελείωτους περιπάτους του στην Ακρόπολη και στην αθηναϊκή εξοχή.
Στο αντίκρισμα της Σοφίας βρήκε την ενσάρκωση όλων των ιδεωδών του και την ερωτεύτηκε παθιασμένα και απόλυτα. Η ζωή και οι σκέψεις του στροβιλίζονταν γύρω από αυτήν την ψιλόλιγνη, μελαχρινή Καρυάτιδα.
Η Σοφία τον αγάπησε και εκείνη με πάθος και μοιράστηκε τη λατρεία του για το ελληνικό φως.
Μαζί περνούσαν ώρες ατέλειωτες, κάνοντας περιπάτους, ανεβαίνοντας στην Ακρόπολη και πηγαίνοντας εκδρομές για να μπορέσει να ζωγραφίσει η Σοφία την ελληνική φύση. Στις επιστολές της προς το Γιαννόπουλο φαίνεται ανάγλυφος ο έρωτας που είχε για εκείνον.
Όμως η Σοφία διέφερε από την εξιδανικευμένη ιδέα που ο Γιαννόπουλος έτρεφε για εκείνη. Είχε μυαλό προοδευτικό, ιδέες μοντέρνες. Ήταν αποφασισμένη να σπουδάσει και να κυνηγήσει το όνειρό της να γίνει ζωγράφος. Ο συγγραφέας χρειαζόταν να τη μοιραστεί με τη ζωγραφική για την οποία ήταν πλασμένη. Όταν της πρότεινε γάμο, συνάντησε την άρνηση τόσο της ίδιας όσο και των γονιών της, που επιθυμούσαν να τη δουν να εκπληρώνει τα όνειρά της. Ρόλο πάντως πρέπει να έπαιξε και η ψυχική του αστάθεια.
Η σχέση τους, ωστόσο, συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια των σπουδών της στο Πολυτεχνείο.
Όταν όμως ήρθε η ώρα να αναχωρήσει η Σοφία για το Μόναχο, ο Γιαννόπουλος αρνήθηκε με τη σειρά του να την ακολουθήσει. Αποκαλούσε τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες «ομφαλούς του ερέβους».Έμεινε πίσω, αλληλογραφώντας συχνότατα μαζί της και ελπίζοντας πως μετά και το Μόναχο η Σοφία θα ήταν όλη δική του.
Ο λαβωμένος ψυχισμός του όμως τον πρόδωσε. Στις 8 Απριλίου 1910, καβάλα σε ένα ολόλευκο άλογο, κρατώντας ένα περίστροφο στο χέρι, βούτηξε στη θάλασσα του Σκαραμαγκά. Όταν απομακρύνθηκε αρκετά, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα. Το σώμα του ξεβράστηκε στην ξηρά δέκα μέρες μετά.
Η Σοφία θορυβημένη από ένα απελπισμένο γράμμα του επέστρεφε στην Αθήνα με το τρένο, όταν πληροφορήθηκε το χαμό του από ένα συνεπιβάτη της.. Η συντριβή ήταν πλήρης. Λίγες ημέρες μετά την κηδεία του προσπάθησε ανεπιτυχώς να αυτοκτονήσει. Όταν συνήλθε, βρήκε καταφύγιο στη μόνη αγάπη που της είχε απομείνει πια. Έφυγε πάλι για σπουδές, στο Παρίσι αυτή τη φορά.
Στην Αθήνα γύρισε το 1916 για να εγκατασταθεί μόνιμα στο σπίτι της Καλλιθέας. Η ζωή της ήταν πια δοσμένη στην τέχνη. Ζωγράφιζε επηρεασμένη από τον ιμπρεσιονισμό ,αλλά με μια καθαρά προσωπική ματιά. Κυρίαρχο στοιχείο στους πίνακές της ήταν το ελληνικό φως και το άφθονο χρώμα. Οι κριτικές είναι συχνά εγκωμιαστικές. Η Λασκαρίδου είχε εξελίξει στην Ευρώπη τη συνήθεια να ζωγραφίζει στο ύπαιθρο και αυτό την έκανε να ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους ζωγράφους και να αποσπά θετικά σχόλια.
Δυστυχώς, οι κριτικοί της εποχής της δεν την αντιμετώπιζαν πάντα αμερόληπτα. Ο ανεξάρτητος τρόπος ζωής αυτής της πρωτοπόρου καλλιτέχνιδας και γυναίκας δεν προκαλούσε συμπάθεια. Φανατική δημοτικίστρια, αρνούνταν να τιτλοφορήσει τα έργα της στην καθαρεύουσα με την επεξήγηση ότι θα τους έδινε μια ψυχρότητα, γεγονός που ξεσήκωνε αντιδράσεις.
Πολλούς από τους πίνακές της τους χάριζε η ίδια. Λίγους σχετικά τους κληροδότησε στην Εθνική Πινακοθήκη, ενώ οι περισσότεροι πουλήθηκαν και βρίσκονται σε ιδιωτικές συλλογές.
Εκείνη όμως είχε επιλέξει να ζήσει μια ζωή διαφορετική.
Το εξηγούσε η ίδια κάπως έτσι: «Σκαρφάλωσα μέχρι τα φτερά του ανεμόμυλου και κατέβηκα ως το βάθος του πηγαδιού. Έκανα πάντα ό,τι μου άρεσε».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου