Δύσκολο ερώτημα. Μήπως να δούμε τι συμβαίνει με την ψυχή του ηθοποιού και σκηνοθέτη Δημήτρη Καρατζιά;
Γράφει η Γεωργία Λινάρδου
Ο Δημήτρης Καρατζιάς ξεκίνησε από ένα χωριό των Σερρών για να σπουδάσει Νοσηλευτική στη Θεσσαλονίκη. Πήγε.
Φυσικά, σπούδασε Δημοσιογραφία. Δούλεψε κιόλας ως δημοσιογράφος σε τοπικό κανάλι της Θεσσαλονίκης.
Φυσικά και δεν ήταν αυτό που ήθελε να κάνει. Ήθελε να γίνει ηθοποιός και να κατέβει οπωσδήποτε στην Αθήνα!
Γράφει η Γεωργία Λινάρδου
Ο Δημήτρης Καρατζιάς ξεκίνησε από ένα χωριό των Σερρών για να σπουδάσει Νοσηλευτική στη Θεσσαλονίκη. Πήγε.
Φυσικά, σπούδασε Δημοσιογραφία. Δούλεψε κιόλας ως δημοσιογράφος σε τοπικό κανάλι της Θεσσαλονίκης.
Φυσικά και δεν ήταν αυτό που ήθελε να κάνει. Ήθελε να γίνει ηθοποιός και να κατέβει οπωσδήποτε στην Αθήνα!
Στη Θεσσαλονίκη μαθήτευσε σε ένα θεατρικό εργαστήρι και στην Αθήνα στη Σχολή Θεοδοσιάδη.
«Η πρώτη παράσταση που είδα και μου έμεινε ήταν το Χάρολντ και Μοντ με την Μπεμπεδέλη και τον Βούρο. Συγκλονιστική παράσταση. Λέω αυτό θέλω. Θέλω να βρεθώ εκεί. Ήταν μία παράσταση που με φόρτισε πολύ συναισθηματικά».
Συναντηθήκαμε στο Vault. Έναν μικρό και πολύ οικείο Πολυχώρου Πολιτισμού στο Βοτανικό.
-Πώς δημιουργήθηκε το Vault;
«Ουσιαστικά για πρακτικούς λόγους. Είχαμε κάνει μία παράσταση (ELIZADETH) την οποία θα ανεβάσουμε και τώρα. Πήγαμε σε ένα πολύ μικρό θεατράκι με το πιο χαμηλό ενοίκιο που μπορείς να φανταστείς και πληρώσαμε γύρω στα 8000 ευρώ για 27 παραστάσεις, οπότε λέμε, αν θέλουμε να συνεχίσουμε, δεν υπάρχει περίπτωση… Εκεί μας μπήκε η ιδέα. Με δύο ακόμη παιδιά από την τότε ομάδα, σκεφτήκαμε να φτιάξουμε έναν χώρο. Ξεκινήσαμε, ψάξαμε και τελικά τον βρήκαμε. Ήταν μία παλιά βιοτεχνία. Μπήκαμε μέσα και για ένα τρίμηνο δώσαμε πολύ προσωπική δουλειά, από βαψίματα μέχρι ότι μπορείς να φανταστείς. Έτσι φτιάξαμε έναν μικρό Πολυχώρο εδώ στο Βοτανικό μαζί με την Δέσποινα Χαραλάμπους η οποία είναι αρχιτέκτονας, σκηνογράφος και φωτογράφος και τον Μάνο Αντωνιάδη ο οποίος είναι μουσικός και φυσικά με όλη την ομάδα που κάνουμε τις παραστάσεις…»
-Πόσο πολύ μπορεί να παρέμβει ο πολιτισμός;
«Οι δικές μας παραστάσεις έχουν σαφώς πολιτική (και όχι κομματική) χροιά Και το BENT και η παράσταση: Η μαμά μου δεν πεθαίνει ποτέ, περνούν μηνύματα…»
-Δύσκολη παράσταση το BENT…
«Ναι. Σκληρή, απαιτητική, δύσκολη. Βέβαια, είχαμε την ευτυχία να έχουμε μαζί τον συγγραφέα του έργου στις πρόβες. Ήρθε και στην παράσταση και την θεώρησε ένα από τα καλύτερα ανεβάσματα του BENT. Μεγάλη μας χαρά, από έναν πολύ σημαντικό άνθρωπο».
-Η πιο σκληρή στιγμή του BENT;
«Το φινάλε όπου ουσιαστικά ο ήρωας έρχεται σε αυτογνωσία. Συνειδητοποιεί ότι είναι άνθρωπος. Συνειδητοποιεί αυτό που δεν παραδεχόταν ούτε στον ίδιο του τον εαυτό. Ότι αγαπάει, ότι μπορεί να αγαπάει και ότι θέλει να αγαπάει. Δε μπορείς δίχως αυτό. Πέρυσι το ανεβάσαμε για 35 παραστάσεις. Πήγε εξαιρετικά. Είναι η δεύτερη χρονιά που ανεβάζουμε το έργο υπό την αιγίδα πλέον της Διεθνούς Αμνηστίας. Είναι πολύ τιμητικό για εμάς. Στο Vault θα κάνουμε και έκθεση φωτογραφίας αλλά και θα αφιερώσουμε ορισμένες βραδιές στην Διεθνή Αμνηστία».
-Ναζιστική εποχή. Τομέας: ανθρώπινες σχέσεις…
«Τότε ήταν το Βερολίνο του 1936. Υπήρχε οικονομική κρίση, ανέχεια, φτώχεια, άνοδος του φασισμού και ρατσισμός. Ήταν ’36 Βερολίνο. Τώρα είναι 2012. Αθήνα. Πάλι υπάρχει ανέχεια, οικονομική κρίση. Πάλι υπάρχει άνοδος του φασισμού και πάλι υπάρχει ρατσισμός. Δυστυχώς, η ιστορία επαναλαμβάνεται και με έναν κωμικοτραγικό τρόπο».
-Και για όλη αυτή την ίωση, τι αντιβίωση παίρνουμε; Ποια μπορεί να είναι η ίαση;
«Αν μη τι άλλο ο πολιτισμός. Το οφείλει και να αφυπνίζει και να ανεβάζει έργα τα οποία να συμβαδίζουν με την εποχή μας ή τουλάχιστον να διασκεδάζει τους ανθρώπους και να τους κάνει να ξεχνούν τα προβλήματα τους, Πια το οφείλει ο πολιτισμός στους ανθρώπους. Ειδικά και από εμάς τους νεώτερους, αλλά κυρίως από τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Αυτοί για μένα θα έπρεπε να κάνουν το πρώτο βήμα. Αν δεν το κάνουν, ας το κάνουμε εμείς».
-Είναι εύκολο για τους νέους ανθρώπους να αντιμιλήσουν στο κατεστημένο;
«Θέλω να πιστεύω ότι προσπαθούν και θα συνεχίσουν να προσπαθούν. Από εκεί θα έρθει η αλλαγή ή τουλάχιστον η ελπίδα».
-Μία ακόμη παράσταση στο Vault, εξαιρετική τι να πω… απλά συγκινητική, ίσως την αδικήσω: Η μαμά μου ποτέ δεν πεθαίνει ποτέ…
«Σκληρό, συναισθηματικό έργο, λυτρωτικό. Οι άνθρωποι φεύγουν συγκλονισμένοι»
-Πόσο εύκολη ήταν η σκηνοθεσία ενός τέτοιου έργου με πρωταγωνίστριες μάλιστα έξι γυναίκες;
«Για να είμαι ειλικρινής στην συγκεκριμένη παράσταση πέρασα εξαιρετικά καλά. Υπήρχε μία ιδιαίτερη χημεία και από τις έξι κοπέλες οι οποίες είναι συγκλονιστικές και ένας βαθμός δυσκολίας τεράστιος γιατί είναι έντεκα μονόλογοι. Η θα γινόταν πάρα πολύ καλό και θα κέρδιζε τις εντυπώσεις ή ακριβώς το αντίθετο. Εδώ νομίζω ότι κέρδισαν το στοίχημα, αλλά βέβαια δούλεψαν εξαιρετικά πολύ και είμαι και πάρα πολύ ευτυχής που είχα αυτό ακριβώς το υλικό γι’ αυτήν την παράσταση».
-Κουβέντιασες μαζί τους για την σχέση που έχουν εκείνες…
«Ναι, αναλύσαμε όλοι τη σχέση με τις μητέρες μας. Και οι δύο κυρίες δεν έχουν κόρες, έχουν γιους, η Αθηνά η Τσιλύρα και η Γιάννα η Σταυράκη, αλλά ήταν υπέροχη εμπειρία. Σαφώς και αναλύσαμε πολύ… δε θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Είναι πολύ ωραίο να μπαίνεις στη γυναικεία ψυχολογία με την σκοπιά που μπορεί να δει αυτήν την σχέση. Μια σκληρή σχέση, δεν καθαγιάζει η σχέση μητέρας κόρης, αντίθετα τη χτυπάει. Τη χτυπάει πολύ και σκληρά. Το καλό είναι ότι ο κόσμος φεύγει συγκλονισμένος από δω, παρά πολύ συγκινημένος αλλά ελπίζω να το αντέχει…»
-Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που σε χαρακτηρίζει;
«Νομίζω η υπομονή».
-Και τι σημαίνει για σένα υπομονή;
«Να μη χάνω την ψυχραιμία μου, να καταλαβαίνω τον άλλον, να καταλαβαίνω την ανασφάλεια του, τα προβλήματα που μπορεί να έχει και να τα συμμερίζομαι σε ένα βαθμό ώστε να γίνονται και μέρος δικό μου. Κι αν με οποιοδήποτε τρόπο μπορώ να βοηθήσω, θα ήταν χαρά μου».
-Με τον φόβο τι σχέση έχεις; Φοβάσαι;
«Όχι ιδιαίτερα. Αυτό είναι και πρόβλημα. Σε ένα μεγάλο βαθμό έχω άγνοια του φόβου. Φοβάμαι ίσως να είναι καλά οι δικοί μου, αλλά αυτό. Φόβο όχι. Είμαι πολύ αισιόδοξος άνθρωπος. Διαφορετικά… μην ξεχνάς ότι δεν έχουμε κλείσει χρόνο που ανοίξαμε. Μέσα στην καρδιά της κρίσης. Πιστεύω πάρα πολύ σ’ αυτό που κάνουμε. Πιστεύω πάρα πολύ γενικά στους ανθρώπους. Τώρα με την κρίση δίνεται μια τεράστια ευκαιρία να συσπειρωθούμε και να κάνουμε υπέροχα πράγματα. Δεν πιστεύω ότι θα επικρατήσουν οι μονάδες σε κανέναν κλάδο. Θεωρώ ότι όποιος άνθρωπος προσπαθεί μόνος του, δεν μπορεί να πετύχει. Αν μη τι άλλο και ψυχολογικά μέσα στην κρίση, δεν θα το αντέξει».
-Την αλαζονεία των άλλων πως την αντιμετωπίζεις;
«Θεωρώ ότι είναι ένα από τα χειρότερα ελαττώματα που μπορεί να έχει άνθρωπος. Το χειρότερο… ίσως. Σε όλους τους τομείς. Να μιλήσω για τον δικό μας; Δεν θεωρώ ότι κάνουμε κάτι. Μπορεί να παίζουμε με τις ψυχές μας, να χαρίζουμε αυτό που μπορούμε να χαρίσουμε στους ανθρώπους, αλλά εντάξει. Θεωρώ ότι ένας αγρότης προσφέρει περισσότερα πράγματα από εμάς που είναι εκεί έξω και δουλεύει εκατό ώρες από το να κάνουμε… Αν μη τι άλλο εμείς είμαστε και πάρα πολύ τυχερά πλάσματα γιατί κάνουμε την τέχνη μας επάγγελμα και πληρωνόμαστε. Και ο άλλος δουλεύει αυτές τις δεκαπέντε ώρες και ψάχνει ένα δίωρο την εβδομάδα για να κάνει το χόμπι του που μπορεί να είναι πτώμα στην κούραση, αλλά θα βγει στους δρόμους με μία φωτογραφική μηχανή για να φωτογραφίσει, για την ψυχή του, την χαρά του, γιατί αυτό του δίνει ευτυχία και όλα αυτά. Αν μη τι άλλο σε εμάς δεν επιτρέπεται η αλαζονεία. Κανένας δεν είναι καλύτερος από τον άλλον, σε κανέναν τομέα, ακόμη και τη μεγαλύτερη καταξίωση να έχει. Δε μπορείς να είσαι αλαζόνας, δεν πρέπει να είσαι αλαζόνας. Κι αν είσαι, θα το πληρώσεις. Η αλαζονεία του άλλου φαίνεται από το βλέμμα, την κίνηση, από τα πάντα…»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου