Την τρίτη μέρα των Χριστουγέννων υποκύπτεις επιτέλους στα παιδικά παρακάλια και ανεβαίνεις ως το κέντρο, για να επισκεφτούν οι μικρές παγοδρόμοι το «εντυπωσιακό παγοδρόμιο 200 τ.μ. για δωρεάν βόλτες», χορηγίας γνωστής εταιρείας κινητής τηλεφωνίας.
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Γράφει η Κάτια Κατιμερτζή
Επιτόπου, στα παιδικά πρόσωπα διαβάζεις μια εντυπωσιακή… απογοήτευση.
Αντιπροτείνεις μια βόλτα στον κλασσικό Εθνικό Κήπο και περιμένεις να εισπράξεις μια κοφτή άρνηση.
«Ναι!!!!!!!»,απαντούν και τρέχουν να ανέβουν τα σκαλιά της πλατείας προς την Βουλή, πιασμένες χέρι-χέρι.
Περνώντας απέναντι, ρίχνουν προς το κτίριο του Κοινοβουλίου θυμωμένα βλέμματα.
-Μαμά, αυτοί δουλεύουν σήμερα;
«Όχι, κοριτσάκι μου, σήμερα είναι αργία».
-Ναι, καλά, ενώ τις άλλες μέρες δουλεύουν!
Ούτε τα παιδιά δε κοροϊδεύουν πια...
Προχωρώντας προς την είσοδο του Κήπου, στεκόμαστε στους πάγκους με τα βιβλία.
-Μπαμπά, μπορούμε να αγοράσουμε ένα βιβλίο, έχει μόνο 5 ευρώ, σε παρακαλώώώ!
Ο μπαμπάς δεν σκέφτεται σχεδόν καθόλου.
«Όχι σήμερα, αγάπη μου».
Τα παιδιά ξέρουν, δεν επιμένουν και προχωρούν προς την πόρτα του Κήπου χωρίς παράπονο. Εκεί, περιμένουν εκατοντάδες άλλοι γονείς με τα παιδιά τους για να μπουν και άλλοι τόσοι για να βγουν. Το πράγμα θέλει υπομονή.
Μια πιτσιρίκα σκαρφαλωμένη στους ώμους του μπαμπά της εντοπίζει τον κουλουρά που πουλά τη ζεστή πραμάτεια του. Τυλίγει τα χεράκια της ακόμη πιο σφιχτά στο πρόσωπο του μπαμπά και τον παρακαλά:
-Μπαμπάκα, σέλω κουλουλάκι!
Ο πατέρας κοιτάζει το ταμπελάκι με την τιμή. 0,50 ευρώ κοστίζει το κουλουράκι.
«Θα πάρουμε από μέσα καρδούλα μου, που θα βρούμε πιο νόστιμα, εντάξει»;
Δεν μπορείς παρά να αναστενάξεις βαθιά για τον πατέρα, που δεν αγοράζει κουλουράκι για την πριγκίπισσα του.
Όταν επιτέλους μπαίνουμε, τα κορίτσια τρέχουν βολίδα για το ηλιακό ρολόι. Ρωτούν τι ώρα είναι, για να δουν αν δουλεύει. Τα βρίσκουν όλα εντάξει στη λειτουργία του και απομακρύνονται τρέχοντας.
Στέκονται στις Ουασινγκτόνιες. Ακουμπούν τα χέρια στον πανύψηλο κορμό και κοιτούν ψηλά προς την κορυφή. Αποφασίζουν πως πρέπει οπωσδήποτε να βγάλουν μια φωτογραφία εκεί. Χαίρεσαι τόσο με τη χαρά τους που βγάζεις και δύο και τρεις.
Και δεν είναι μόνο τα δικά σου παιδιά που τρέχουν χαρούμενα τριγύρω. Όλος ο Κήπος κατακλύζεται από εκατοντάδες παιδάκια που παίζουν ευτυχισμένα. Μια ευτυχία τόσο απλή και ολότελα δωρεάν.
Περπατάς ευτυχισμένος και εσύ πίσω από τα κορίτσια, που τρέχουν προς τη λιμνούλα με τις χελώνες. Αποφαίνεστε όλοι μαζί ότι είναι πολύ γλυκούλες και πολύ καλές έτσι που μοιράζονται τη λιμνούλα τους με κάποια χρυσόψαρα.
Μετά περνάς από όλα σχεδόν τα δρομάκια και τα γεφυράκια που υπάρχουν και κάθεσαι πολλές φορές να ξεκουραστείς σε κάποιο παγκάκι, καθώς οι ακαταπόνητοι δρομείς τρέχουν από κλουβί σε κλουβί για να χαζέψουν τα λιγοστά ζώα που έχουν απομείνει. Καθώς ξεκουράζεσαι, ρίχνεις μια ματιά στους γονείς που περνούν.
Μαμάδες με μαντίλα, μαζεμένες και διστακτικές, σαν να αναρωτιούνται αν έχουν δικαίωμα τα δικά τους παιδιά να είναι εκεί. Μαμάδες άνετες, λεπτές, με ακριβές τσάντες και αεροπορικό γυαλί, που συζητούν μεταξύ τους ανέμελα. Μπαμπάδες που αναλύουν τους λόγους που έχει πάρει ο Παναθηναϊκός την κατηφόρα. Όλοι συνυπάρχουν κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο, αδιάφοροι για τους γύρω τους.
Μετά, χωρίς να το καταλάβεις καν, θυμάσαι την εποχή, που ήσουν εσύ ο ίδιος παιδί και ερχόσουν βόλτα σε αυτόν τον ίδιο Κήπο. Σε κρατούσε σφιχτά από το χέρι ο πατέρας, γιατί είχες την τάση να εξαφανίζεσαι και να σε ψάχνει μαζί με όλους τους φύλακες. Σου αγόραζε κουλουράκι και με το μισό τάιζες τις πάπιες στη μεγάλη λίμνη. Όταν έφεραν το περιβόητο λιοντάρι, σου ξεκαθάρισε ορθά κοφτά ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση ταΐσματος, προς μεγάλη απογοήτευσή σου.
Τις σκέψεις σου τις διακόπτουν τα παρακάλια, για να ζητήσουμε από τους υπεύθυνους του Κήπου να μας χαρίσουν ένα κουνελάκι που είναι τόοοσο γλυκούλι. Ένα, μόνο ένα.
Εξηγείς τα αυτονόητα, αλλά τα παιδικά πόδια κλοτσούν το χώμα νευριασμένα. Αδικία!
Καταφέρνεις να φτάσεις στην πλαϊνή είσοδο της Ηρώδου Αττικού.
Η περιπλάνηση στον Εθνικό Κήπο έχει τελειώσει.
Κατηφορίζουμε προς το Ζάππειο υπό τα βλέμματα των αστυνομικών, που περιπολούν στο πεζοδρόμιο.
Εκεί, πρέπει οπωσδήποτε να αγοράσουμε σάντουιτς με λουκάνικο.
Σκέφτεσαι το βιβλίο που δεν αγόρασες, το κουνέλι που δεν πήρες μαζί σου και μετράς τα χρήματα που έχεις στην τσέπη σου.
Εντάξει, σε σώζουν από μια τρίτη απογοήτευση.
Στηνόμαστε στην ουρά μιας καντίνας.
Μια γυναίκα και τρία παιδιά εξυπηρετούν τους πελάτες με γρήγορες, ρομποτικές κινήσεις.
Οι μικροί βιοπαλαιστές ετοιμάζουν τα σάντουιτς, υπολογίζουν τα ρέστα, που πρέπει να δώσουν και συνάμα ρίχνουν κλεφτές ματιές στο καρουζέλ, που βρίσκεται απέναντί τους. Το σκληρό τους βλέμμα μαλακώνει για λίγα δευτερόλεπτα μόνο.
-Ευχαριστούμε, κυρία. Ορίστε τα ρέστα σας.
Μια λύπη σε κυριεύει για αυτόν τον παιδικό κόσμο, που θυσιάζεται εκεί στην καντίνα του Ζαππείου απέναντι από το καρουζέλ. Δεν ξέρεις τι να πεις. Γυρνάς στα δικά σου παιδιά και τα ρωτάς αν πέρασαν όμορφα.
-Ναι, υπέροχα!!! Να ξανάρθουμε σύντομα.
Φεύγεις με βήματα βαριά. Εύχεσαι να μεγαλώσουν γερά τα παιδιά σου και να φέρουν μια μέρα στον ίδιο Κήπο και τα δικά τους παιδιά βόλτα. Και στην καντίνα του Ζαππείου να μη δουλεύει κανένα παιδί. Να είναι όλα απέναντι στο καρουζέλ...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου