Συναντηθήκαμε ένα συννεφιασμένο απόγευμα στα Άνω Πατήσια.
Γράφει ο Γιώργος Κοβός
Τον Βαγγέλη Ραπτόπουλο τον πρωτοσυνάντησα δεκαέξι χρόνια πριν. Πήγαινα λύκειο. Έτυχε να φύγω από ένα σχολείο του Περιστερίου και να συνεχίσω σε ένα άλλο, κάπου στην Ομόνοια, στην πλατεία Θεάτρου.
Θυμάμαι ότι στο σχολείο αυτό, δεν είχα πάει με την καλύτερη διάθεση. Είχα διαρκώς στον νου μου ότι θα πρέπει να πηγαίνω, κάθε μέρα, σε μια από τις πιο κακόφημες περιοχές της Αθήνας. Επίσης, μου είχε κάνει άσχημη εντύπωση ότι δεν υπήρχε πουθενά προαύλιο. Θυμάμαι ακόμη τη μεγάλη, μαύρη, σιδερένια πόρτα της εισόδου…
Όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι εκεί συνάντησα ένα πολύ υψηλό επίπεδο καθηγητών και μαθητών. Ανάμεσά τους ξεχωρίσαμε έναν άνθρωπο, ο οποίος μας δίδασκε δίκαιο. Αυτός ο άνθρωπος έτρεφε και τρέφει μεγάλη αγάπη για τα γράμματα και τις τέχνες. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια απίστευτη βιβλιοθήκη στο σχολείο. Μια βιβλιοθήκη που θα την ζήλευαν αρκετοί μεγάλοι δήμοι.
Αυτός ο άνθρωπος, λοιπόν, που διατηρούσε έναν θησαυρό λογοτεχνικών κειμένων, μου «σύστησε» τα βιβλία του Βαγγέλη Ραπτόπουλου.
Πάνε λίγες μέρες, λοιπόν που, με αφορμή το νέο βιβλίο του συγγραφέα, «Η πιο κρυφή πληγή» συναντηθήκαμε για συνέντευξη.
Αφού βρίσκουμε ένα ήσυχο καφέ, καθόμαστε σε ένα τραπεζάκι δίπλα στην διάφανη τέντα που σκέπαζε τον χώρο.
-Ποια είναι η πιο κρυφή πληγή;
«Η πιο κρυφή πληγή, για τον ήρωα, είναι ο έρωτάς του για τη Νίκη. Για την χώρα είναι τα Δεκεμβριανά, ως αποκορύφωμα δράματος, βαρβαρότητας και ταξικής σύγκρουσης. Αλλά, τελικά, νομίζω ότι η πιο κρυφή πληγή, όταν μιλάμε για πολιτική και για έρωτα που είναι τα δυο βασικά μοτίβα του βιβλίου, είναι η υπαρξιακή. Το πού τοποθετείς τον εαυτό σου… Είσαι με την μια μεριά, με την άλλη, στέκεσαι στη μέση; Μπορείς να σταθείς στη μέση»;
Μου εξηγεί ότι, ακόμα και αν διαφωνήσει κάποιος έντονα με κάποιον άλλον που έχουν αντίθετη πολιτική άποψη, ακόμη και αν φτάσουν σε καυγά, στο βάθος ο λόγος που τους έχει «σπρώξει» σε αυτή τη διαφωνία, είναι καθαρά υπαρξιακός.
-Και ο έρωτας; Μήπως σε περιόδους κρίσης στρεφόμαστε περισσότερο σ’ αυτόν;
Η απάντησή του μου θυμίζει σκηνές από το βιβλίο. Σκηνές με τον ήρωα και την «αιώνια» αγαπημένη του….
«Είναι διαφορετικός, μπορεί να δεις περισσότερο πάθος σαν διαφυγή από την κρίση, αλλά μπορεί και να δεις μια πιο ψυχρή αντιμετώπιση του έρωτα. Θα υπάρξει πόλωση και στον έρωτα… αλλά, αν θα θέλαμε να συγκρίνουμε την πολιτική με τον έρωτα, επειδή είμαστε πολιτικομανείς εμείς οι Έλληνες και νομίζουμε ότι πάνω από όλα μπαίνει η πολιτική, μπαίνει πολύ περισσότερο το ερωτικό στοιχείο από όσο θέλουμε να παραδεχτούμε».
Στο βιβλίο φαίνεται καθαρά… Ο ήρωας είναι ένας «καψούρης» που ασχολείται με τα Δεκεμβριανά με σκοπό να προσεγγίσει την αγαπημένη του. Ένας εξωτερικός παρατηρητής, όμως, που δεν θα γνώριζε ότι το βασικό κίνητρό του είναι ο έρωτας, θα έλεγε ότι είναι ένας «κολλημένος» με τα Δεκεμβριανά, πάει μετά στους αγανακτισμένους κλπ. Όμως, από πίσω, ξέρουμε ότι το κίνητρο είναι το ερωτικό. Αυτό συμβαίνει σε πάρα πολλούς ανθρώπους, οι οποίοι νομίζουν ότι το θέμα τους είναι η πολιτική, ενώ δεν είναι το βασικότερο.
Η τελευταία φράση του με προδιαθέτει να τον ρωτήσω αν, στη χώρα μας, μπερδεύουμε την πολιτική με τα κόμματα.
«Είμαστε πολιτικομανείς. Είτε το δεις κομματικά, είτε σαν πολιτική, πάντα ήμασταν πολιτικομανείς. Πάντα, οι Έλληνες, τρωγόμασταν με τα πολιτικά και το ακόμα πιο τρελό είναι ότι ποτέ το ελληνικό κράτος δεν ήταν ανεξάρτητο. Είναι υποχείριο των μεγάλων δυνάμεων. Με την έγκρισή τους δημιουργήθηκε και με την έγκρισή τους συνεχίζει να υπάρχει. Θα περίμενε κανείς ότι με μια τέτοια εξάρτηση από τους ξένους δεν θα είχαμε πολλά περιθώρια να ασκήσουμε πολιτική, και όντως δεν έχουμε. Επειδή, όμως, στην Ελλάδα έχουμε κομματοκρατία, δηλαδή οι άνθρωποι βιοπορίζονταν από τα κόμματα, αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, π.χ. στο καφενείο, να καυγαδίζουν για τα πολιτικά».
Μου θυμίζει μια φράση του Στάλιν στην διεθνή διάσκεψη στη Γιάλτα το 1945 και την οποία αναφέρει και ο συγγραφέας στο βιβλίο του. Στην διάσκεψη αυτή, λοιπόν, είχε πει ο Στάλιν πως: «Οι Έλληνες δεν έχουν συνηθίσει, ακόμα, τον διάλογο. Γι’ αυτό κόβουν ο ένας τον λαιμό του άλλου»!
Συνεχίζοντας την κουβέντα μας για τον ήρωα του βιβλίου, ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος μου εκμυστηρεύεται ότι, ακόμα και τώρα που ολοκλήρωσε την συγγραφή, παραμένει αξιοσημείωτο το πώς δημιούργησε έναν άνθρωπο που, στην εποχή των στιγμιαίων ερώτων, αυτός παραμένει σε τόσο μεγάλο βαθμό και τόσο ρεαλιστικά, ερωτευμένος χωρίς να νιώθει τον ρομαντισμό στην υπερβολή του.
Γνωρίζοντας ότι ο συγγραφέας έχει μεγαλώσει στο Περιστέρι και έχοντας διαβάσει στο βιβλίο ότι και ο ήρωας ζει στο Περιστέρι, τον ρωτώ αν η περιοχή αυτή παίζει κάποιον ρόλο στο βιβλίο του.
«Ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω για το Περιστέρι για να εκφράσω την συλλογικότητα που είχε σαν λαϊκή συνοικία . Το Περιστέρι είναι το ‘εμείς’ του τότε που σιγά σιγά φτάνει στο ‘εμείς’ του σήμερα. Εκεί ζούσαν τα παιδιά του βιβλίου για τα οποία είχα την συναίσθηση ότι , από το ‘76, μεγαλώνουν σε έναν ‘απόηχο’ συλλογικότητας με τα τελευταία στοιχεία της μεταπολίτευσης- οργανώσεις, διαδηλώσεις κλπ. Σαν έφηβοι που ήταν τότε, πήραν κάτι από αυτή την ανταύγεια, αλλά, ουσιαστικά, από κει και πέρα, μέχρι το τέλος του βιβλίου που είναι το 2011 ζουν σε μια πολύ ατομικιστική κατάσταση. Στο τέλος, όμως, ο ήρωας διεγείρεται εσωτερικά γιατί ξαναβλέπει μια αφύπνιση του συλλογικού με τους αγανακτισμένους του 2011».
-Πιστεύεις, δηλαδή, ότι υπήρξε αφύπνιση του λαού;
«Αφύπνιση όχι, αλλά υπήρξε μια συλλογικότητα. Εκεί που ήταν ο καθένας στον καναπέ του, ξαφνικά βρέθηκαν, χωρίς να τους ειδοποιήσει κανείς, να διεκδικήσουν κάτι στην πιο κεντρική πλατεία της χώρας. Αυτό δείχνει ότι κάτι συλλογικό αφυπνίστηκε».
-Παρόλο που σταμάτησε….
«Σταμάτησε, αλλά αυτό έφερε, ήδη, κάποιο λίπασμα. Εμείς, εδώ, το συζητάμε. Εγώ έγραψα ένα βιβλίο. Είναι ένα ιστορικό γεγονός που δεν ξέρω ως πότε θα το συζητάμε, αλλά είναι το σημαντικότερο των τελευταίων χρόνων, κατά το οποίο είχαμε μαζική συμμετοχή του κόσμου».
Βαθιά επηρεασμένος από το βιβλίο, τον ρωτώ…
-Το διάστημα που έγραφες το βιβλίο, φοβήθηκες το ενδεχόμενο ενός νέου εμφυλίου;
«Μα και τώρα το φοβάμαι. Και νομίζω ότι δεν έχουμε δει τίποτα, ακόμα. Η διαφορά του απλού πολέμου με τον εμφύλιο είναι ότι στον απλό έχεις απέναντί σου έναν ανθρώπινο στόχο. Στον εμφύλιο έχεις απέναντί σου κάποιον που μπορεί να τον έβλεπες κάθε μέρα, κάποιον που μπορεί να είχες και άλλα «πάρε-δώσε» και που, με το πρόσχημα ιδεολογικών διαφορών, εσύ μπορεί να θέλεις να τον σκοτώσεις επειδή σου έσκισε τα λάστιχα του αυτοκινήτου σου επειδή πάρκαρες μπροστά του-λέω κάτι ανόητο, αλλά σκέψου κάτι σοβαρότερο. Άρα, δεν είναι δύσκολο να ανάψει η σπίθα του εμφυλίου».
Η κουβέντα μας περιστρέφεται στο λαό. Μια οντότητα που τόσα κατάφερε να στους αιώνες… μάχες, επαναστάσεις, καινοτομίες κτλ.
Ο συγγραφέας, τότε, μου θυμίζει μια φράση από το βιβλίο του:
«Ο μαρξισμός εξιδανίκευσε τον λαό… Ο λαός είναι αγνός, αλλά και άθλιος. Όλα τα καλά τα έχει μαζί με τα στραβά. Ο κάθε επαγγελματίας μπορεί να έχει κρυφό όνειρο να γίνει αφεντικό των συναδέλφων του».
Θυμάμαι ένα σημείο όπου η μητέρα του ήρωα ανάβει ένα καντήλι με σκοπό να μην σβήσει για σαράντα μέρες. Τόσο χρειαζότανε η ψυχή του παππού του για να βρει τον δρόμο της ύστερα από τον σαρκικό θάνατο.
-..και με ποιον τρόπο βρίσκει η ψυχή τον δρόμο της;
«Σίγουρα όχι με τον καταναλωτισμό που είχαμε τα προηγούμενα χρόνια, γιατί αντί να βρει τον δρόμο της, έβρισκε καταναλωτικά αγαθά και έχανε τον δρόμο της. Το θέμα είναι ότι είμαστε σ’ αυτό το ιστορικό μεταίχμιο όπου πρέπει να αντικαταστήσουμε τον δρόμο τον ψυχικό που ψάχναμε με τα καταναλωτικά αγαθά με κάτι καινούργιο που δεν έχει φανεί ακόμα».
Μου έρχεται στον νου να τον ρωτήσω από πού άντλησε όλο αυτό το υλικό για τον εμφύλιο.
«Κυρίως από βιβλία και από αναζητήσεις στο διαδίκτυο».
-Από εξιστορήσεις παλαιότερων;
«Προσπάθησα μερικές φορές, αλλά δεν θέλουν να μιλάνε για τον εμφύλιο αυτοί που τον έζησαν. Τι τα θέλεις τώρα αυτά…, μου έλεγαν».
Η κουβέντα μας οδηγείται στην πληγή των Δεκεμβριανών και τον έρωτα του ήρωα για την Νίκη, την «αιώνια» αγαπημένη του. Για τα δύο αυτά πράγματα που συσχετίζει αριστοτεχνικά ο συγγραφέας για να διεγείρει την ανθρώπινη, υπαρξιακή αναζήτηση.
Έχοντας διαβάσει και παλαιότερα έργα του Ραπτόπουλου, οφείλω να ομολογήσω ότι βρίσκεται σε μια διαρκή συγγραφική ακμή. Φαίνεται να είναι από τους λίγους Έλληνες συγγραφείς που, αντικειμενικά, έχει πολλά να πει στον άνθρωπο…
Ίσως γι’ αυτό να έγραψε ένα πολυδιάστατο, θα λέγαμε, έργο που δίνει στον αναγνώστη το ερέθισμα να ασχοληθεί με την υπαρξιακή του αναζήτηση, με την πρόσφατη ιστορία της χώρας μας, αλλά και να γνωρίσει από τον Μπέκετ, τον Τσέχοφ, τον Σαίξπηρ μέχρι και τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, όπως τον Αριστοφάνη και τον Σοφοκλή...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου