28/1/13

Η ΠΙΤΣΙΡΙΚΑ ΕΦΤΑΣΕ



Κάθε που μυρίζει καμένο γύρω μου, περιμένω να με επισκεφτεί Εκείνη. 




Αυτή τη φορά δεν το έκανα. Αποφάσισα να βγω να την γυρέψω. Την Πιτσιρίκα που τόσα περιμένω από αυτήν. 

Θέλω να την ρωτήσω. Φόρεσα το παλτό μου και βάλθηκα να την αναζητώ στους κρύους δρόμους της πόλης. Σε φώτα και ερημιές, δίπλα σε χάρτινες κούτες-κρεβάτια και πληγές ανθρώπινες που δεν βρίσκουν καταφύγιο. Περπατούσα αναζητώντας στο πλήθος πρόσωπα που να μου πουν γι αυτήν. Να την έχουν βρει πριν από μένα. Την Πιτσιρίκα, που έχουμε ευχηθεί τόσο πολύ για να γυρίσει, ψάχνοντας τι να την κεράσουμε που να χαρίσει δροσιά στον ερχομό της. Μια Πιτσιρίκα με μαλλιά φουντωτά που πετούν σαν τον ούριο άνεμο κι απ' τα χέρια της παίρνουν ώθηση και ελευθερώνονται θαλασσινά πουλιά... 

Ο φόβος μου κρυμμένος σε ένα ερώτημα. Σε αυτό που θέλω να της απευθύνω σαν την συναντήσω. Και συνεχίζω την αναζήτησή της...

Μπαίνω σε σπίτια με πολυτελή στολίδια κρεμασμένα σε τοίχους και σώματα. Αφουγκράζομαι. Μουσικές. Ψιθύρους. Κραυγές. Διαβαίνω κατώφλια άδεια και σκοτεινά. Τρέχω να φύγω. Δε μπορεί να είναι εκεί η Πιτσιρίκα, σκέφτομαι χωρίς να είμαι και πολύ σίγουρη γι’ αυτό. Ανεβαίνω στην κούνια μιας παραμελημένης παιδικής χαράς, προσδοκώντας να ακούσω γι αυτήν από το τρίξιμο της σμπαραλιασμένης αλυσίδας. Αστόχησα αλλά δεν τα παράτησα. Κατεβαίνω και κατευθύνομαι δίπλα. Στέκομαι και γω στην ανθρώπινη ουρά. Όχι για ένα ζεστό πιάτο φαϊ, αλλά μήπως και την ανακαλύψω ανάμεσα στα ξεθωριασμένα ρούχα των γειτόνων μου. Κάποτε ζούσαν σαν και μένα, τώρα στέκονται εκεί. Σιωπηλοί και πεινασμένοι. 

Δεν ήταν ούτε εκεί η Πιτσιρίκα...

Ρωτάω έναν κύριο, μετά μια κυρία. Κι αυτοί μου ομολογούν πως την περιμένουν. Θέλουν να την ρωτήσουν για τις δικές τους αγωνίες. Προσπάθησαν, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκαν και άφησαν το ψάξιμο για άλλους...
Ακούω φωνές από το ψηλό κτίριο, ανεβαίνω τη σκάλα. Σε ένα μεγάλο τραπέζι συνομιλίες αντηχούν για το άδικο που βολεύονται να σπέρνουν, για την ανάγκη της κάλυψης του εαυτού, για το θράσος που έχει αντικαταστήσει το φιλότιμο, για την ανούσια προσκόλληση στην άλλη όψη του νομίσματος, του φθαρμένου, που ζητωκραυγάζει ξεψυχισμένα για την παλιά του δόξα. Αργοπεθαίνει και δεν το έχει καταλάβει κανείς από τους συνδαιτυμόνες ή μήπως όχι; Το παραλήρημά τους με ξεκουφαίνει. Σιχαίνομαι και γυρίζω την πλάτη μου. Κατεβαίνω τη σκάλα της ντροπής. 

Αλλού θα είναι η Πιτσιρίκα, δεν μπορεί...

Σαλπάρω για άλλες στεριές. Ανοίγω πανιά για εκεί που τα λουλούδια μυρίζουν ακόμη, που τα χρώματα σου μιλούν αγαπητικά, που τα γέλια είναι γέλια, ενώ τα κλάματα, λυγμοί που ξελαφρώνουν πριν την άνοιξη. Κοιτώ μέσα από το ανοιχτό παράθυρο τη θάλασσα. Αρμενίζουν κι άλλα καράβια. Μοναχικά ή όχι, τραβάν τη δική τους ρότα. Κι αυτά την ψάχνουν. Παλεύουν για των κυμάτων τη ροή και των ανέμων τη δροσιά της. 

Η Πιτσιρίκα με ακολουθεί. Με φτάνει και με τραβάει από το μανίκι...
                                                                                                                                                               
-         Έμαθα πως με ψάχνεις;

-         Αλήθεια είναι.

-         Πάντα την αλήθεια αναζητάς;

-         Τουλάχιστον όταν περιμένω τη γέννησή σου…

-         Τα μάτια σου μου λεν πως πονάς.

-         Και τα χείλη μου θα στο πουν… Η απουσία σου πονά.

-         Ξεχνάς πως είμαι ένα παιδί;

-         Δεν μπορώ να ξεχάσω πως αργείς. Στ΄ αλήθεια, γιατί το κάνεις πιτσιρίκα; το ερώτημά μου δεν μπορούσε άλλο να κρυφτεί…

-         Θα γυρίσω κοντά σας, σαν πιάσετε χώμα και σπόρους! Πιάστε δουλειά ο καθένας με ότι εργαλεία έχει και δυνάμεις και καλλιεργήστε, σπείρετε. Αδράξτε τους καρπούς σας! Έχετε τόση δύναμη μέσα σας… ο φόβος σάς έχει τυφλώσει. 

-         Μα ο φόβος λεν πως είναι δημιουργικός... 

-         Μπορεί να έχουν δίκιο, αλλά όχι ο ύπουλος, αυτός που σας στρώνει καθημερινά το τραπέζι κι εσείς τον ευχαριστείτε για το ξεροκόμματο.

-         Με κοροϊδεύεις, πιτσιρίκα. Με θυμώνεις. Ψεύτικα λόγια μου τσαμπουνάς. Δεν ντρέπεσαι, μικρό παιδί ακόμη. Πως θα τα κάνω όλα αυτά που μου ζητάς; 

-         Πιάσε χέρια, άνοιξε μυαλό, άπλωσε καρδιά. Ξεκίνα από σένα για να χωρέσεις στο εμείς. Γύρνα το κεφάλι πίσω, άκουσε τι θέλουν να σου πουν τα αλλοτινά πουλιά και αγάπησέ με.  Προσπάθησε να μάθεις. Κράτησε σπόρους για να απλώσεις στη βροχή, στην μπόρα, στη λιακάδα.


Έσκυψα για να φτάσω το μπόι της Πιτσιρίκας. Μοιράστηκα το δικό της βλέμμα κι εκείνη μου χαμογέλασε…αφήνοντας να πετάξει ένα ακόμη θαλασσινό πουλί από τη χούφτα της.

Είχε έρθει η ώρα της δικής της ερώτησης-δώρο προς εμένα:
"Πιστεύεις πως θα τα καταφέρεις; Εγώ η ΕΛΠΙΔΑ, κι ας είμαι πιτσιρίκα, το πιστεύω!"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου