24/3/13

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ: «ΔΕΝ ΕΧΕΤΕ ΑΝΑΓΚΗ ΞΕΝΟΥΣ ΑΦΕΝΤΕΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ»



«Το βουνό χρυσή σκάλα, κλέφτες και κουρσάροι την κατεβαίνανε, και σ' όλους μέσα ποιός; ένας ξεχώριζε, του Γένους το καμάρι, της Καλογριάς ο Γιος!» 

Αυτό έγραφε ο Κ. Παλαμάς για το αγρίμι της λευτεριάς, τον Γεώργιο Καραΐσκάκη...


Γράφει η Αιμιλία Πανταζή


Συχνά ο ίδιος έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει πριν δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο.»


Γεννημένος σε μια σπηλιά στο Μαυρομάτι Καρδίτσας από την καλόγρια Ζωή Ντιμισκή και πιθανών τον αρματολό του Βάλτου Δημήτριο Καραΐσκο, ο Καραϊσκάκης αναγκάστηκε να παλέψει μόνος ενάντια σε ανθρώπους και φύση...

Στα οκτώ του στήνει το πρώτο του λημέρι στην σπηλιά του Λώλου. Έκλεβε για να μην πεθάνει από την πείνα, ενώ η σβελτάδα και η καπατσοσύνη του ήταν τα πρώτα του άρματα. «Σαν τον Καραΐσκάκη καταντήσατε, βρε!» έλεγαν οι μάνες στους ατίθασους γιους τους.

Δεν ήταν περισσότερο από δεκαπέντε χρονών όταν γίνεται κλέφτης. «Και τους κλέφτες τους αγάπαγε ο λαός, τους καμάρωνε, τους υποστήριζε, τους έδινε τροφές, γιατί όποιος αδικούσε τον ραγιά τον τιμωρούσε το βόλι του κλέφτη», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης στο βιβλίο του για τον Καραΐσκάκη.

Πέφτει στα χέρια του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, όπου φυλακίζεται για παράνομες πράξεις. Εκεί μαθαίνει γράμματα, παντρεύεται την Γκόλφω, γίνεται πατέρας. Δεν αντέχει όμως για πολύ. Λιποτακτεί και ακολουθεί τον Κατσαντώνη.

Λέγεται πως όταν ρώτησε κάποτε ο Αλή Πασάς τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε:«Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο».

Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821. Γίνετε μέλος της Φιλικής Εταιρείας. Στην πρώτη περίοδο του αγώνα με διάφορα τεχνάσματα προσπαθεί να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στην περιοχή του. Γι αυτό το λόγο κατηγορήθηκε από τον Μαυροκορδάτο ως προδότης και δικάστηκε. «Ο γιος της Καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό» ήταν η κύρια κατηγορία του Μαυροκορδάτου στηριζόμενη σε
ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη.

Ο Καραϊσκάκης κρίθηκε ένοχος «εσχάτης προδοσίας» άνευ δίκης. Στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι δε πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας»! Τελικά, στις 25 Ιουνίου 1824 κατέφυγε στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση αποκατέστησε τη φήμη του παραχωρώντας του το ανατολικό τμήμα των Αγράφων.

Ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλλα και άλλους Ρουμελιώτες έλαβε μέρος στον 2ο εμφύλιο πόλεμο, κατά των λεγομένων ανταρτών.
Το 1825 επανέρχεται στη Στερεά διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, κατά τον χρόνο που αυτό πολιορκείτο από τον Κιουταχή και έπειτα από τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου. Μαζί με τον Τζαβέλλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηρά όλων των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι. Το σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε. Οι απώλειες των Τούρκων όμως υπήρξαν σοβαρότατες, ενώ το ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Όταν η πόλη των «ελεύθερων πολιορκημένων», έπεσε, ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο της Ναυπακτίας. Από μικρός ταλαιπωρούταν από φυματίωση.
Παρότι βρισκόταν σε προχωρημένο  στάδιο της αρρώστιας πρότεινε στον πρόεδρο της  "Διοικητικής Επιτροπής" Α. Ζαίμη  να αναλάβει ο ίδιος τον αγώνα στην Στερεά. Εκείνος θεωρώντας τον ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία, τον αναγνώρισε ως Αρχιστράτηγο.

Στις 19 Ιουλίου 1826 ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περίπου ανδρών ξεκίνησε από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς (της Καρύστου) και ο Κιουταχής (από Θήβα).

Η νικηφόρα πορεία απελευθέρωσης είχε ξεκινήσει. 

Λόγω της στρατιωτικής δεινότητας του Αρχιστράτηγου, ο Κιουταχής βρέθηκε από πολιορκών σε θέση πολιορκούμενου, ενώ συγκροτήθηκε με δική του πρωτοβουλία στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Την ίδια περίοδο εκστράτευσε στη Βοιωτία, στη Φθιώτιδα και στη Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.

Νοέμβριος 1826. Στρατοπεδεύει στο Δίστομο, έχοντας ολοκληρώσει εκκαθαρίσεις σε όλη την περιοχή. Τις κυκλωτικές του κινήσεις αντιλαμβάνεται ο Κιουταχής ο οποίος ενώνοντας τις δυνάμεις με τον Μουσταφάμπεη από την Αταλάντη και τον Καχαγιάμπεη που ήταν νοτιότερα, έσπευσαν να καλύψουν τα νώτα των Τούρκων που πολιορκούσαν την Ακρόπολη.
Ο Καραϊσκάκης πληροφορούμενος τις κινήσεις σπεύδει με 560 άνδρες και προκαταλαμβάνει την Αράχοβα, πέρασμα για τον Μουσταφάμπεη. Η μάχη αφήνει πίσω της συντριπτικές απώλειες: τέσσερις Τούρκοι αρχηγοί σωμάτων νεκροί, ενώ από τους  2.000 Τούρκους στρατιώτες διασώθηκαν περίπου 300.

Αρχές Δεκεμβρίου, ο Καραϊσκάκης καταλαμβάνει το Τουρκοχώρι, σκοτώνει τον Μεχμέτ Πασά, ενώ αρχές Φεβρουαρίου 1827 αναγκάζει τον Ομέρ Πασά της Εύβοιας να παραιτηθεί του αγώνα και να επιστρέψει νικημένος στην έδρα του. Λίγες ημέρες αργότερα επιστρέφει στην Ελευσίνα. Είχε ελευθερώσει όλη την Στερεά Ελλάδα, εκτός του Μεσολογγίου, της Βόνιτσας και της Ναυπάκτου.


Εν συνεχεία, συγκρούεται με τους διορισμένους από την Συνέλευση της Τροιζήνας , Κόχραν (στόλαρχος πασών των ναυτικών δυνάμεων) και Τσωρτς, (διευθυντή χερσαίων δυνάμεων) τόσο για την τακτική του πολέμου, όσο και κατά την οργάνωση για την κατά μέτωπο επίθεση. Αυτό τον οδήγησε να επεμβαίνει προσωπικά μέχρι αυτοθυσίας σε όλες τις συμπλοκές.

Ο Κολοκοτρώνης του διαμήνυε να αποφεύγει τις άσκοπες αψιμαχίες και ακροβολισμούς για να μη φονεύονται και οπλαρχηγοί τους οποίους «κυνηγά το βόλι». Του τόνιζε μάλιστα ότι είναι ανάγκη «να σώσει τον εαυτόν του για να σωθεί και η πατρίδα». Ο ατίθασος όμως χαρακτήρας του Καραΐσκάκη, δεν του επέτρεπε, παρά τις συστάσεις και την επιβαρυμένη κατάσταση της υγείας του, να μην αγωνίζεται με όλη του τη ψυχή να ανακόψει τους Τούρκους....

Ο μούλος που έγινε καπετάνιος, που μίλαγε ντόμπρα και πολλές φορές χρησιμοποιώντας αθυρόστομες λέξεις, που ποτέ δεν κολάκεψε κανέναν και που ο δρόμος για να κερδίσει κάποιος τη φιλία του ήταν μοναχά εκείνος της λεβεντιάς, ενώ για τους φοβητσιάρηδες κουβάλαγε το «βρακί της Κατερίνας» όπως το έλεγε, για να τους το φορέσει με το ζόρι, πώς θα μπορούσε να κάνει διαφορετικά; 


«Το ρωμαίικο μιλέτι δεν έχει άλλον σαν αυτόν» έλεγε ο Κιουταχής, ενώ οι Αρβανιτάδες φοβερίζονταν ανάμεσά τους: «Ντάλε, ντάλε, τιέ σιότζι νιέρ ντουφέκ Καραισκάκη!» (Στάσου, στάσου, να δεις μια φορά ντουφέκι του Καραισκάκη!)

Η επιχείρηση είχε ορισθεί  να πραγματοποιηθεί τη νύχτα της 22ας προς την 23η Απριλίου 1827, έχοντας συμφωνηθεί κανείς να μην ξεκινήσει άκαιρα τους πυροβολισμούς πριν δοθεί το σύνθημα για γενική επίθεση.
Το απόγευμα της 22ης Απριλίου ακούστηκαν πυροβολισμοί από ένα κρητικό οχύρωμα. Οι εχθροπραξίες γενικεύτηκαν. Ο Καραϊσκάκης, έφτασε στον τόπο της συμπλοκής. Μια σφαίρα τον τραυμάτισε θανάσιμα στο υπογάστριο. Μεταφέρετε στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και την επομένη ο Αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου, ανήμερα της γιορτής του.


Σύμφωνα με τον Δημήτρη Φωτιάδη αποχαιρέτησε τους συναγωνιστές του συγκινημένος: «Αδέρφια μου, πάω να με κοιτάξουν οι γιατροί. Μα ποιος ξέρει, ίσως και να μη ζήσω. Θα πεθάνω όμως ευχαριστημένος, γιατί έκανα, όσο μου το συχώρεσαν οι δυνάμεις μου, το χρέος μου στην πατρίδα. Ένα σας γυρεύω, να μην κιοτήσετε αν πεθάνω, μα να φανείτε πιο παλικάρια από ποτές. Μην τους φοβόσαστε τους Τούρκους, αυτοί άμα σας ξέρουν μονοιασμένους σας τρέμουν. Κι ούτε έχετε ανάγκη να σας αφεντεύουν ξένοι στον πόλεμο. Τον ξέρετε καλύτερα από κάθε άλλον. Κι ο πόλεμος που κάνουμε είναι δίκιος και χρειαζούμενος... ... Συχωράτε με, αδέρφια, όπως κι εγώ συχωρνάω μικρούς και μεγάλους. Έχετε γεια άξια παλικάρια και κατακαημένοι σύντροφοί μου!...»












0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου