Η πόρτα ανοίγει. Ένας παράλογος κόσμος φωνασκεί, γρονθοκοπεί, βρυχάται, κατακρεουργεί, κλαψουρίζει, αξιοπρέπειες και συνειδήσεις. Παλεύει να κρατηθεί...
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Τα βήματα ακολουθούν.
Ακαθόριστα παραμιλητά ανθρώπων μπροστάρηδες και πίσω οι σκιές τους. Μάθανε να μιλούν και να υπογράφουν με σκούρο μελάνι γι αυτούς. Οι σκιές. Ακόμη κι όταν χρησιμοποιούν γομολάστιχα δεν καταφέρνουν να σβήσουν το ίχνος. Το αποτύπωμα παραμένει για όλους...
Δέσποινα: βάζει λουκέτο στο όνειρο. Φευγαλέα πέρασε κάποτε από μπροστά της. Ένα μαγαζάκι να δραπετεύσει από το μεροκάματο...
Μαίρη: σταματά το φροντιστήριο του παιδιού της. Η δωρεάν παιδεία ποτέ δεν της είχε δείξει το αληθινό της πρόσωπο...
Γιώργος: αναγκάζεται να κλαίγεται στον εργοδότη του, με αποτέλεσμα, ούτε και έτσι να καταφέρνει να εισπράξει έστω μέρος των δεδουλευμένων του. Στη ζητιανιά για τα δεδουλευμένα...
Βαγγέλης: αναβάλλει εκείνη την επίσκεψη στον γιατρό. Ως πότε; Μέχρι να αρχίσει ο πόνος. Η ανυπαρξία του σωματικού πόνου καλύπτει τον ψυχικό πόνο; Πως να βάλεις σε σειρά προτεραιότητας τις βασικές σου ανάγκες;
Ελένη: άνεργη πολλούς μήνες. Αυτό τα λέει όλα...
Φάνης: κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και μιλά μαζί της. Η κουτσουρεμένη του σύνταξη δεν τον αναγνωρίζει. Αυτόν που για κείνην πέρναγε τις ώρες του στην αμμοβολή, στη κάπνα του εργοστασίου, στο ημίφως μιας τρύπας...
Ξανθή: τις νύχτες κουλουριάζεται κάτω από το υπόστεγο της πολυκατοικίας σου. Ντρέπεται να σε κοιτάξει στα μάτια...
Δέσποινα: βασανίζει με τα λόγια της το σύζυγο, που βασανίζει τον υπάλληλο, που βασανίζει τον γείτονά του, που βασανίζει τον αθώο. Κι όλοι μαζί πυροβολούν τον ίδιο τους τον εαυτό...
Δημήτρης: απών - αυτοκτόνησε...
Νίκος: ανοίγει το κουτί με τα αγχολυτικά. Καταπίνει ψεύτικες ελπίδες. Κομματιάζεται...
Βάσω: κάνει κουράγιο για τα παιδιά της, τα αγαπημένα μάτια που την περιτριγυρίζουν, τους βασιλικούς που την περιμένουν στο μπαλκόνι της. Έφτασε η Άνοιξη. Τα χελιδόνια ήρθαν ξανά στις φωλιές τους. Άνοιξαν κι αυτά τις πόρτες των δικών τους σπιτιών κάτω από την πυλωτή. Περιμένουν την καλημέρα της όπως και τα κόκκινα τριαντάφυλλα. Μπουμπούκιασαν και ζητούν κι αυτά να ποτιστούν από το κουράγιο της...
Κι εγώ, προσπαθώντας να ενώσω ανθρώπους και σκιές σε μια λέξη, θα προσθέσω μόνο αυτό...
ΓΑΜΩΤΟ
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου