Η παρακάτω ιστορία δημοσιεύθηκε στο eimaimama.gr. Πραγματικά αξίζει να τη διαβάσετε...
Επιτέλους ήρθε και η δική μου σειρά να σας πω την ιστορία μου. Η μαμά μου είχε καρδιακή ανεπάρκεια και πολλές επιπλοκές στην εγκυμοσύνη, έτσι χρειάστηκε να νοσηλευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στην μονάδα παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της γέννησης μου αλλά και μετά. Ο πατέρας μου χωρίς δεύτερη σκέψη και χωρίς καν να τη ρωτήσει με έδωσε για υιοθεσία. Είχε βλέπετε παιδιά από την προηγούμενη σύζυγο και του ήταν εύκολο.
Η μητέρα μου όταν συνήλθε με έψαχνε όπως ήταν επόμενο. Έπαθε ισχυρό νευρικό κλονισμό σε συνδυασμό με την επιλόχειο κατάθλιψη έπαθε το μυαλό της, δεν υπήρχε επιστροφή. Με εντολή του εισαγγελέα ακυρώθηκε η υιοθεσία χωρίς την συγκατάθεσή της. Επιστρέψαμε στην επαρχία. Εκεί άρχισε το δράμα μου. Η μητέρα μου συνεχώς νόμιζε ότι κάποιος θα με πάρει. Με έκλεινε μέσα σε κουτιά σε καρδάρες που χρησιμοποιούν για να πήζουν το γάλα Μια φορά όταν ήμουν 4, πέρασε ένα σύρμα από το λαιμό μου και με κρέμασε από ένα μπαλκόνι. Είχα μπλαβήσει, ευτυχώς κάποιος γείτονας είδε τι συνέβη. Όρμησε, με έλυσε και την χτύπησε. Θυμάμαι πως εκείνη έδερνε, εγώ πονούσα.
Έκανε κι άλλα πολλά ασυνάρτητα, με κούρεψε γουλί, ένας Θεός ξέρει γιατί μα εγώ την αγαπούσα πολύ, γιατί ένιωθα ότι όλα από αγάπη τα έκανε, σαν την κλώσα που δεν αφήνει κανένα να πλησιάσει τα κλωσόπουλα.
Ώσπου μια νύχτα με φυγάδευσαν και με έκλεισαν σε ένα ερειπωμένο σπίτι, έτρεμα ολόκληρο μέσα στο σκοτάδι. Στη συνέχεια δέχτηκε κάποιο συγγενικό πρόσωπο να με φιλοξενήσει Αλλά επειδή ήμουνα μέρες ολόκληρες άπλυτη με τα ίδια ρούχα και είχαν γάμο στο σπίτι, με έκλεισε στην αποθήκη, θυμάμαι μου έφερε ένα κομμάτι ψητό και το ακούμπησαν σε ένα καφάσι. Το λέω και ντρέπομαι το εσώρουχό μου ήταν κουρελιασμένο, μόνο το λάστιχο κρατιόταν πάνω μου.
Τις νύχτες άκουγα την βραχνιασμένη, εξασθενημένη φωνή της μανούλας μου που τριγυρνούσε και με έψαχνε… Μετά από μερικές ημέρες την πήραν στο ψυχιατρείο. Εγώ ήμουνα πολύ μικράκι και ήλπιζα πως την πάνε για καλό. Έμεινα για δυο εβδομάδες στον αστυνομικό σταθμό, περνούσα ωραία. Ώσπου μια νύχτα με πήρε ο πατέρας μου και μ’ άφησε έξω από ένα ορφανοτροφείο. Έβαλε σε μια σαράβαλη βαλίτσα ό,τι ρούχα έβρισκε.
Με πήραν με έβαλαν σε μια πέτρινη γούρνα να με πλύνουν, με έτριβαν και χασκογελούσαν κοροϊδεύοντας με, γιατί μιλούσα πολύ χωριάτικα. Τα βράδια, ευτυχώς είχα προλάβει να κόψω ένα εμπριμέ μανίκι από ένα φουστάνι της μάνας μου και το πιπίλιζα για να κοιμηθώ Η μόνη προσευχή μου ήταν την Κυριακή που θα έχει επισκεπτήριο να είναι εκεί.
Μια μέρα έπαιζα στην αυλή του σχολείου και ήρθε ένας κύριος με φώναξε με το όνομά μου. Τον πλησίασα διστακτικά ρωτώντας τον ποιος είναι και πως ξέρει το όνομα μου. Εκείνος μου έδωσε ένα πορτοκάλι, μου είπε ότι πήγε σε ένα μέρος πολύ μακριά να πουλήσει ψάρια και η μαμά μου τον παρακάλεσε να με βρει και να μου δώσει αυτό το πορτοκάλι από το δίσκο της, εκείνος συγκινήθηκε και έψαξε να με βρει. Η καρδιά μου ράγισε, δεν το έφαγα εκείνο το πορτοκάλι.
Πέρασαν δύο ολόκληροι αιώνες, συγγνώμη, χρόνια μακριά της. Όταν την είδα, όρμησα στην αγκαλιά της, αλλά η ζωντάνια της δεν υπήρχε πια, από τα φάρμακα και τα όσα πέρασε Παρέμεινα στο ορφανοτροφείο, έμαθα να ζω χωρίς αυτή.
Τώρα πολλά χρόνια μετά, έχω δυο παιδιά, μια υπέροχη κορούλα, παίζω μαζί της όλη την ημέρα, ξαναζώ ό,τι δεν έζησα. Μπορεί να είμαι υπερβολική αλλά ρουφώ το κάθε λεπτό. Και τη μαμά μου που από τα τόσα φάρμακα έχει πάθει άνοια και νομίζει ότι είμαι εγώ η μαμά της και εγώ της δίνω με όλη μου την καρδιά όσα εκείνη δεν μου έδωσε….
μαμά Όλγα
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου