Επιστήμονες και ερευνητές από την Ελλάδα, την Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία εκπέμπουν μηνύματα ανησυχίας για τις επιπτώσεις που έχει η ύφεση στην επιστημονική έρευνα των χωρών της Νότιας Ευρώπης.
Ειδικό αφιέρωμα για το θέμα έχει το ευρωπαϊκό επιστημονικό περιοδικό «Euroscientist» (επίσημη έκδοση του οργανισμού Euroscience), που επισημαίνει την ανάγκη το πρόβλημα να αναδειχτεί πανευρωπαϊκά μέσα από ένα δημόσιο διάλογο στους επιστημονικούς -και όχι μόνο -κύκλους όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Σε κοινό τους άρθρο η εκδότρια του Euroscientist Σαμπίν Λουέ και ο καθηγητής Ζιλ Μιραμπό της Σχολής Βιολογίας του πανεπιστημίου της Σορβόννης, τονίζουν ότι «η επένδυση στην έρευνα θεωρείται αναγκαία προϋπόθεση για την μακροπρόθεσμη ανάπτυξη». Επισημαίνουν ότι λόγω της ύφεσης που πλήττει τις χώρες της Νότιας Ευρώπης, πολλοί ερευνητές αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες ή ακόμα και να εγκαταλείψουν πια τελείως την επιστημονική καριέρα τους.
«Τα μέλη του είδους homo scientificus Europaeus (σ.σ. ευρωπαίος επιστήμων), που ζουν στο πιο νότιο τμήμα του οικοσυστήματος της Ευρώπης, μπορεί σύντομα να αποτελούν είδος υπό εξαφάνιση», υπογραμμίζουν χαρακτηριστικά.
Στο ίδιο αφιέρωμα, όπου καταθέτουν τις απόψεις τους εκπρόσωποι της επιστημονικής - ερευνητικής κοινότητας από όλες τις χώρες της Ν. Ευρώπης, από ελληνικής πλευράς, ο καθηγητής Φυσικής του πανεπιστημίου Κρήτης Κώστας Φωτάκης, πρόεδρος του Ιδρύματος Έρευνας και Τεχνολογίας (ΙΤΕ), κάνει λόγο για «μια βίαιη κοινωνικο-οικονομική αναδιάρθρωση λόγω των μέτρων λιτότητας» στην Ελλάδα, η οποία έχει επηρεάσει σοβαρά και την εγχώρια επιστημονική κοινότητα.
Όπως αναφέρει, η έρευνα στην χώρα μας παραμένει στάσιμη στο 0,5% περίπου του ΑΕΠ, με δεδομένο όμως ότι το τελευταίο συνεχώς συρρικνώνεται, αυτό σε πραγματικούς όρους μεταφράζεται σε σημαντικές περικοπές στη δημόσια χρηματοδότηση των ερευνητικών έργων.
Ο Κώστας Φωτάκης εκφράζει την ανησυχία του ότι απειλείται σοβαρά πλέον ο πυρήνας της επιστημονικής δραστηριότητας στη χώρα μας, ενώ υποστηρίζει ότι, σε μια προσπάθεια να ελεγχθούν οι δαπάνες, τελικά η γραφειοκρατία έχει αυξηθεί σοβαρά, θέτοντας πρόσθετα εμπόδια στην έρευνα. Ακόμα, ο πρόεδρος του ΙΤΕ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την «αυξανόμενη διαρροή εγκεφάλων» (brain drain) και αναφέρει ότι «οι προσπάθειες του παρελθόντος να αναστραφεί αυτή η διαρροή, έχουν πλέον πλήρως ακυρωθεί. Έχει γίνει πιο δύσκολο (για την Ελλάδα) να κρατήσει -καθώς επίσης να προσελκύσει- ταλαντούχους νέους ερευνητές ή διακεκριμένους επιστήμονες».
Από την άλλη, όμως, όπως υπογραμμίζει, παρά τις δυσκολίες, η ελληνική ερευνητική κοινότητα παραμένει σε γενικές γραμμές πολύ αποτελεσματική, εμφανίζοντας οικονομική αποδοτικότητά με αναλογία «ένα προς τρία», δηλαδή για κάθε ευρώ που επενδύεται σε αυτήν, «γεννά» τρία ευρώ. Καταλήγοντας, ο πρόεδρος του ΙΤΕ απευθύνει έκκληση να δοθεί χώρος στους βασικούς ερευνητικούς οργανισμούς για να «αναπνεύσουν» και να λειτουργήσουν αυτόνομα, πράγμα που θα τους επιτρέψει να διατηρήσουν τον δυναμισμό τους.
«Διαρροή εγκεφάλων»…
Στο ίδιο αφιέρωμα του «Euroscientist», η Βαρβάρα Τραχανά, εκλεγμένη (αλλά όχι ακόμα διορισμένη) επίκουρη καθηγήτρια κυτταρικής βιολογίας στο Τμήμα Ιατρικής του πανεπιστημίου Θεσσαλίας, η οποία είναι και μέλος της Πρωτοβουλίας των μελών ΔΕΠ που αναμένουν την τοποθέτησή τους, διαμαρτύρεται για τις συνθήκες που συναντά ένας Έλληνας ερευνητής - επιστήμονας στη χώρα του.
Αναφερόμενη στην προσωπική εμπειρία της (που, όπως λέει, αφορά εκατοντάδες ακόμα ερευνητές), τονίζει: «Το 2008, μετά από πέντε χρόνια στο εξωτερικό ως μεταδιδακτορική ερευνήτρια, αποφάσισα να επιστρέψω στην πατρίδα. Άφησα πίσω μου την προσφορά ενός νέου τριετούς συμβολαίου για έρευνα, προκειμένου να επιστρέψω σε ένα ανασφαλές ελληνικό ερευνητικό περιβάλλον. Ένιωσα ότι θα έπρεπε να επιστρέψω κάτι στο ελληνικό πανεπιστημιακό σύστημα, στο οποίο αισθανόμουν ότι όφειλα πολλά. Τώρα, δύο χρόνια αφότου έχω εκλεγεί ως επίκουρη καθηγήτρια και ακόμα περιμένω να διοριστώ, έχω αρχίσει να σκέφτομαι άλλες επιλογές, όπως την μετανάστευση, από σεβασμό στο εαυτό μου, τόσο προσωπικά όσο και επαγγελματικά».
Η Βαρβάρα Τραχανά επισημαίνει ότι η περικοπή των προϋπολογισμών των πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων κατά 30% έως 50% καθιστά πολύ δύσκολη την εγχώρια επιστημονική έρευνα. Όμως, όπως αναφέρει, το διεθνούς κύρους περιοδικό «Nature», σε πρόσφατο άρθρο του, αποκάλυψε πως το 2012, στο κορυφαίο 1% των επιστημονικών άρθρων με την μεγαλύτερη απήχηση διεθνώς, η συνεισφορά των Ελλήνων ερευνητών ήταν 1,13%, όταν επιστήμονες από χώρες όπως η Γαλλία είχαν μικρότερη συνεισφορά 0,99%. Δεν είναι τυχαίο, προσθέτει, ότι οι Έλληνες είναι δεύτεροι στην απορρόφηση ευρωπαϊκών ερευνητικών κονδυλίων ανά επιστήμονα στην Ευρώπη, ενώ και αυτή κρούει τον κώδωνα του κινδύνου ότι η «διαρροή εγκεφάλων» έχει φθάσει ανησυχητικά επίπεδα.
Από την άλλη όμως, πιο αισιόδοξος εμφανίζεται ο δρ Νικόλαος Νανάς, ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της νέας ελληνικής εταιρίας διαδικτυακής τεχνολογίας Noowit, ο οποίος εγκατέλειψε την ερευνητική -ακαδημαϊκή καριέρα, έχει διδακτορικό από το Ανοικτό Πανεπιστήμιο της Βρετανίας στα ευφυή συστήματα διαχείρισης της γνώσης και έχει διδάξει στο πανεπιστήμιο Θεσσαλίας- για χάρη της καινοτομικής επιχειρηματικότητας. Όπως αναφέρει στο ίδιο αφιέρωμα, η ύφεση μπορεί να έχει και μια φωτεινή πλευρά, επειδή παρακινεί τους ανθρώπους, ιδίως τους νέους, να καινοτομήσουν.
«Μέχρι πρόσφατα», επισημαίνει, «η εύκολη πρόσβαση στην ερευνητική χρηματοδότηση είχε κρατήσει τους (Έλληνες) επιστήμονες μακριά από τη σκληρή και ριψοκίνδυνη δουλειά του να μετατρέψουν την έρευνά τους σε κάποια εφαρμογή ή προϊόν για τον πραγματικό κόσμο. Όμως, καθώς η οικονομική κρίση επηρεάζει την χρηματοδότηση της έρευνας, αυτή η κατάσταση μπορεί να αλλάξει δραστικά. Οι επιστήμονες, όπως εγώ, θα εξωθηθούν να βγουν από το βόλεμά τους και να ξανοιχτούν στην αβεβαιότητα της επιχειρηματικότητας».
Αναδημοσίευση από: www.capital.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου