«Η Κοτοπούλη με πήρε στη σχολή της!... Θα γίνω ηθοποιός»., είπε ενθουσιασμένη το χειμώνα του ’41, η Έλλη...
Γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Το πραγματικό της όνομα ήταν Έλλη Λούκου (το όνομα Λαμπέτη ήταν δανεισμένο από τους ήρωες του Αστραπόγιαννου στο ομώνυμο ποίημα του Βαλαωρίτη). Γεννήθηκε στις 13 Απριλίου του 1926 στα Βίλια Αττικής.
Γράφει γι αυτήν ο Φρέντυ Γερμανός, στο βιβλίου του,Έλλη Λαμπέτη. Βιογραφία...
«Φαίνεται πως κάποια μαγικά πλάσματα δίνουν ραντεβού όταν έρχονται στον κόσμο αυτό - η Έλλη Λαμπέτη γεννήθηκε στα 1926, δηλαδή την ίδια ακριβώς χρονιά που θα γεννιόταν η Μαίριλυν Μονρόε, στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού…»
«Η γέννησή της ήταν το ίδιο παράλογη όπως και ο θάνατός της. Για μια ώρα η ζωή της κρεμόταν από έναν αόρατο ιστό. Πρώτα είχε βγει ο Τάκης, ο δίδυμος αδερφός της. Ένα υγιέστατο μωρό που ζύγιζε τέσσερα κιλά, θα έγραφε η ίδια η Έλλη σ’ ένα ιδιόχειρο σημείωμά της, λίγες μέρες πριν πεθάνει, στο «Όρος Σινά» της Νέας Υόρκης. Και μετά από μιάν ώρα βγήκα εγώ. Ένα λυμφατικό πιθηκάκι! Το λυμφατικό πιθηκάκι φαινόταν αναποφάσιστο να ζήσει, σαν να ’ξερε τους αμείλικτους κανόνες του παιχνιδιού που θα ’πρεπε να παίξει στα επόμενα πενήντα εφτά χρόνια. Σχεδόν δεν ανέπνεε.
«Θα πεθάνει», ψιθύρισε η νοσοκόμα που στεκόταν δίπλα στο γιατρό…
Η μητέρα της Έλλης, η Αναστασία Λούκου, η Τάσα, όπως την έλεγαν στα Βίλλια, κοίταζε τον γιατρό με το κεφάλι ελαφρά ανασηκωμένο απ’ το μαξιλάρι. Είχε ακούσει το κλάμα του ενός απ’ τα μωρά της, πριν από μια ώρα, αλλά το άλλο, το λυμφατικό πιθηκάκι, δεν είχε ακόμα ανοίξει το στόμα του.
«Θα ζήσει», της χαμογέλασε ο γιατρός.
Άρπαξε το μωρό και το βούτηξε στη λεκάνη με το χλιαρό νερό - ύστερα στη λεκάνη με το κρύο. Και μετά πάλι στη λεκάνη με το χλιαρό. Αυτό έγινε τουλάχιστον πέντ’ έξι φορές, ώσπου η Έλλη Λαμπέτη αποφάσισε, εκείνο το πρωί, στις 13 Απριλίου του 1926, να κλάψει για πρώτη φορά στη ζωή της…
Ο Κώστας Λούκος, ο πατέρας της Έλλης, περίμενε ιδρωμένος έξω απ’ το χειρουργείο. Ήξερε πως είχε κιόλας έναν γιό, αλλά δεν ήξερε τη μοίρα του άλλου παιδιού του, που πάλευε άγρια για μια ολόκληρη ώρα ανάμεσα στη ζωή και στην ανυπαρξία. Είδε τον γιατρό να τον πλησιάζει, ιδρωμένος όσο κι εκείνος.
«Κόρη!» του είπε γελαστά.
Ήταν η πέμπτη κόρη του μετά την πρώτη, τη Φωτεινή, που ήταν κιόλας έντεκα χρονώ, την Κούλα, την Ειρήνη και την Αντιγόνη. Εφτά παιδιά, αν υπολόγιζε και τον άλλο γιό του, τον Τάσο.
Σε μια χώρα που μαστιζόταν από υπογεννητικότητα, ο Κώστας Λούκος, ένας απλός ταβερνιάρης απ’ τα Βίλλια που θα γινόταν αργότερα ξυλέμπορος στην Αθήνα, είχε καταθέσει γενναιόδωρα εφτά οβολούς. Κι ανάμεσά τους το μεγάλο τάλαντο…».
Ο πιο σημαδιακός έρωτάς της με τον Δημήτρη Χορν...
«…Μισούσε τ’ αρχαία ελληνικά, με τον ίδιο ίσως τρόπο που θα μισούσε και τον Δημήτρη Χορν, όταν θα έπαιζε, μετά από χρόνια, για πρώτη φορά μαζί του, στο Εθνικό Θέατρο. Και στις δύο περιπτώσεις το κλειδί του μυστηρίου ίσως να ’ταν το ίδιο - στην επόμενη φάση παραμόνευε το μεγάλο πάθος…»
Η ζωή της γεμάτη πάθος. Ο έρωτας αποτελούσε τον πυρήνα της ύπαρξής της...
«Η Έλλη ξέρει τώρα πια καλά ότι το ταξίδι αυτό μπορεί ν’ αλλάξει τη ζωή της… Τα λέει μια μέρα όλα στον Πλωρίτη. «Του είπα ότι είχα αρχίσει να ερωτεύομαι τον Χορν. Το ίδιο κι εκείνος εμένα. Μπαίναμε σε μιά επικίνδυνη ιστορία. Του ζήτησα να έρθει μαζί μας στο Κάιρο». Στο βάθος βέβαια ούτε κι η ίδια ξέρει τί του ζητάει εκείνη την ώρα. Να πάει στην Αίγυπτο να κάνει τί; Να τρέχει από πίσω τους σαν λαχανιασμένος πυροσβέστης για να σβήσει τη φωτιά πριν κάψει τις πυραμίδες; Ο Πλωρίτης σίγουρα δεν είναι ο άντρας που θ’ αποδεχτεί αυτό τον ρόλο… Το πρόβλημα βέβαια δεν λύνεται - αν μπορούσε να λυθεί έτσι απλά, ο Ίψεν δεν θα ’χε εφεύρει τα τρίγωνά του.
Ο Πλωρίτης μένει στην οδό Λυκαβηττού - η Έλλη φεύγει με τους άλλους για την Αίγυπτο. Η μάχη των πυραμίδων αρχίζει. Στο Κάιρο γεννιέται το πρόβλημα της διαμονής. Ο Χορν κι η Λαμπέτη προτιμούν το «Μέννα Χάουζ», ένα ξενοδοχείο στην έρημο που βλέπει στις πυραμίδες… Μπορεί να κοιμήθηκαν μαζί το πρώτο κιόλας βράδυ στο «Μέννα Χάουζ», που το κόκκινο ξύλο του αναδίδει έναν έντονο αισθησιασμό, ή μπορεί ακόμα να ξενύχτησαν στην άμμο, κάτω απ’ το αιγυπτιακό φεγγάρι, χωρίς να κάνουν τίποτε… Θα πρέπει να ήταν το πιο ερωτικό καλοκαίρι της ζωής τους… Γυρίζουν στην Αθήνα… Ο Πλωρίτης λείπει στη Θεσσαλονίκη - τί νόημα θα ’χε να την περιμένει εκεί για να κηδέψουν τον γάμο τους; Γεμίζει κι εκείνη τις βαλίτσες της. Ο Χορν έχει νοικιάσει ένα σπίτι στην οδό Λυκείου.
«Χωρίζω με τον Μάριο», αναγγέλλει στις αδερφές της, που δεν φαίνονται να ξαφνιάζονται ιδιαίτερα. «Θα μείνω μαζί με τον Χορν». Και μετά: «Αγαπιόμαστε». Φεύγει για την καινούργια της ζωή παίρνοντας μαζί το χαμόγελο μιάς οικογένειας που έχει καταλάβει πια ότι αυτό το άτακτο τροπικό πουλί δεν μπορεί να μείνει για πολύ καιρό στην ίδια φωλιά - τα ανήσυχα φτερά αποζητάνε όλο και πιο μεγάλα ύψη. Ο Χορν την περίμενε έξω απ’ το σπίτι της οδού Λυκείου φορώντας ένα γαλάζιο πουκάμισο κι ένα τσαλακωμένο παντελόνι που μόλις το ’χε βγάλει απ’ τη βαλίτσα. «Δεν κοιμήθηκα όλο το βράδυ», λέει. Η Έλλη κοιτάζει τρυφερά τον άντρα που θα μοιραζόταν μαζί της τον μεγάλο έρωτα…»
Σε περισσότερα από 80 θεατρογραφήματα και περίπου 10 ταινίες άφησε το αποτύπωμά της...
«Δεσποινίς Μαργαρίτα», «Φιλουμένα Μαρτουράνο», «Γλυκιά Ίρμα», «Λεωφορείο ο Πόθος», «Η Κυρία με τις Καμέλιες», «Ματωμένα Χριστούγεννα», «Το Κορίτσι με τα Μαύρα», «Κυριακάτικο Ξύπνημα», «Η Κάλπικη Λύρα»...
Και η μυστηριακή λάμψη που εξέπεμπε αυτό το πλάσμα δεν σταμάτησε ποτέ...
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου