Η Ευρώπη, εδώ και πολλούς αιώνες, ζει σε μεγάλο βαθμό «εκμεταλλευόμενη» τον πλούτο άλλων περιοχών του κόσμου.
Γράφει ο Οικονομολόγος Γιάννης Γιαννούδης
Γράφει ο Οικονομολόγος Γιάννης Γιαννούδης
Είτε με τις σταυροφορίες, είτε με τις αποικίες, είτε ακόμη-ακόμη με την αμερικάνικη οικονομική βοήθεια μεταπολεμικά, κατόρθωνε πάντοτε να διασφαλίζει υψηλό βιοτικό επίπεδο για τους κατοίκους της. Γενικά, υψηλότερο από εκείνο που αυτοί δικαιούντο βάσει πρωτογενούς παραγωγής πλούτου.
Το αντάλλαγμα που πάντοτε προσέφερε η Ευρώπη στον υπόλοιπο κόσμο ήταν η παραγωγή ιδεών, σκέψης και πολιτισμού. Τις εποχές που συνέβαιναν τα παραπάνω, ελάχιστα μέρη στον κόσμο μπορούσαν να υπερηφανευτούν για τους φιλοσόφους τους, τους ζωγράφους ή τους μουσικούς τους. Σχεδόν ο απόλυτος πνευματικός φάρος της οικουμένης ήταν η γηραιά Ήπειρος, ακόμη και μέχρι τις δεκαετίες του ΄60 και του ’70.
Η απόλυτη επικράτηση του μοντέρνου καπιταλισμού της «σχολής του Σικάγο», μετά την δεκαετία του ’70 (ως συνδυασμός και αποτέλεσμα παράλληλα της μεγάλης οικονομικής κρίσης που έζησε η Αμερική εκεί γύρω στο 1970 [Βιετνάμ, πετρελαϊκή κρίση] και η οποία οδήγησε στην εγκατάλειψη του «Χρυσού Κανόνα» από τον πρόεδρο Νίξον, οδήγησε σταδιακά ολόκληρο τον κόσμο σε μία κούρσα αποκλειστικά οικονομικού ανταγωνισμού, με έπαθλο την κατάκτηση υλικών αγαθών και μόνο.
Ο άκρατος αυτός οικονομικός ανταγωνισμός, στον οποίο οφείλονται σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό όλες οι μεγάλες αλλαγές που συνέβησαν στον κόσμο τα τελευταία 30 χρόνια (πόλεμοι στον Κόλπο, κατάρρευση ανατολικού μπλοκ, άνοδος της ασιατικής οικονομίας κλπ) οδήγησε και την Ευρώπη σε μία σειρά στρατηγικών λαθών, τα οποία σήμερα πληρώνουμε.
Το μεγαλύτερο από τα λάθη αυτά αποδεικνύεται ότι ήταν η απόφαση των Ευρωπαίων πολιτικών και οικονομικών ηγετών να θελήσουν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται οικονομικά τον υπόλοιπο κόσμο - χωρίς όμως πλέον να τον ελέγχουν!
Τι εννοούμε:
Όταν, στις αρχές του 20ου αιώνα, η Βρετανία π.χ. ή το Βέλγιο πλούτιζαν άκρατα από την εκμετάλλευση των Ινδιών ή των Αφρικανικών αποικιών, είχαν παράλληλα και τον διοικητικό έλεγχο των χωρών αυτών. Μπορούσαν συνεπώς να ελέγξουν απόλυτα την οικονομία των κρατών αυτών και να μην επιτρέψουν την ενδυνάμωση τους. Στις συνθήκες όμως των δεκαετιών του ΄80 και του ΄90, κάτι τέτοιο απλώς δεν υπήρχε στο τραπέζι ως επιλογή.
Η Ευρωπαϊκή οικονομία όμως, αψηφώντας κάθε μορφής μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό, επέλεξε να μεταφέρει (ως outsourcing) σχεδόν το σύνολο της βιομηχανικής της παραγωγής σε τρίτες χώρες, κυρίως της Ασίας (Κίνα, Ταϊβάν), αποκλειστικά και μόνο για λόγους οικονομικού κέρδους.
Ήταν πολύ φυσικό βέβαια, ένα ποτήρι π.χ. να παράγεται στο ένα δέκατο του κόστους στην Κίνα, όπου ο μέσος εργάτης αμείβονταν 20 ή 30 φορές λιγότερο από τον αντίστοιχο Ευρωπαίο. Η στρατηγική αυτή, όπως είναι ευνόητο, εξασφάλισε μεγάλα (πρόσκαιρα) κέρδη στις οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης. Τα κέρδη αυτά όμως εξανεμίστηκαν, κυριολεκτικά, στο όνομα της πολυτελούς διαβίωσης και της καλοπέρασης που βιώσαμε σε όλα τα Δυτικά κράτη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 έως και το 2008, όταν ξεκίνησε η περίφημη «κρίση».
Αντίθετα, η έντονη αυτή ζήτηση για βιομηχανική παραγωγή που τους ήλθε ουρανοκατέβατη, βοήθησε τα Ασιατικά κράτη να δυναμώσουν οικονομικά σε απίστευτο βαθμό. Αυτό συνέβη γιατί οι οικονομίες τους συνεχίζουν να είναι κεντρικά ελεγχόμενες, με ελάχιστα «ψήγματα» δυτικού καπιταλισμού να μοιράζονται στην κοινωνία με το σταγονόμετρο.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, για κάθε π.χ. τηλέφωνο που κατασκεύαζε η ΝΟΚΙΑ στην Κίνα και πλήρωνε δέκα ευρώ, τα εννιά ευρώ πήγαιναν στην κρατική και ιδιωτική αποταμίευση και ένα μόνο ευρώ πήγαινε για κατανάλωση στην εσωτερική αγορά της Κίνας.
Την ίδια στιγμή, το χρηματοπιστωτικό σύστημα κάθε Ευρωπαϊκής χώρας έπαιρνε από τις Κινέζικες τράπεζες και τα Ασιατικά funds δανεισμό, ώστε να μπορέσει να χρηματοδοτήσει την καταναλωτική μανία του κάθε Ευρωπαίου πολίτη που ήθελε να αγοράσει το τελευταίο μοντέλο της ΝΟΚΙΑ για 200 ευρώ!
Συνέβη λοιπόν, απλοποιημένα, το εξής καταστροφικό παράδοξο: ζητούσαμε, ως Ευρώπη, από τους Κινέζους να φτιάχνουν συνέχεια πράγματα για εμάς, και στην συνέχεια οι ίδιοι οι Κινέζοι μας δάνειζαν λεφτά για να μπορέσουμε εμείς να αγοράσουμε από αυτούς τα πράγματα που μας έφτιαχναν!
Και για όποιους τυχόν αναρωτιούνται, αυτό δεν συνέβη μόνο στην Ευρώπη.
Το μεγαλύτερο ίσως σήμερα πρόβλημα παγκοσμίως είναι η αντίστοιχη κόντρα ΗΠΑ - Κίνας, με τους Κινέζους να «εκβιάζουν» με όπλο το εξωτερικό χρέος των ΗΠΑ που ανέρχεται σε 16 τρις(!!) δολάρια και την Αμερική να προσπαθεί να «κόψει» την πρόσβαση της Κίνας στις πηγές ενέργειας (λέγε με πετρέλαιο) για να της επιβραδύνει την ανάπτυξη. Αυτή όμως είναι μία άλλη, ξεχωριστή ιστορία με πολύ (δυστυχώς) μέλλον.
Τα αποτελέσματα όλων των παραπάνω τα ζούμε καθημερινά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, με αφορμή την περίφημη παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση. Με το που ξεκίνησε η κατάρρευση του δυτικού τραπεζικού συστήματος (με την ιστορία της Lehman Brothers το 2008), αρκετές Ευρωπαϊκές χώρες χαμηλής παραγωγικότητας (και πρώτη ανάμεσα τους η χώρα μας), ήλθαν ξαφνικά αντιμέτωπες με το πολύ απλό και εκβιαστικό δίλημμα: ή μας επιστρέφετε τα χρήματα που μας χρωστάτε, ή σας οδηγούμε στην χρεοκοπία.
Φυσικά κάτι τέτοιο δεν θα απαιτούσαν ποτέ οι δανειστές από μία χώρα που η ετήσια πρωτογενής της παραγωγή ξεπερνά ή τουλάχιστο ισούται με τις ετήσιες καταναλωτικές της ανάγκες.
Μια τέτοια χώρα, που μπορεί να επιβιώσει βασιζόμενη αποκλειστικά στις δικές της δυνάμεις, δεν έχει να φοβηθεί κανέναν εκβιασμό. Εμείς όμως, που ο πλούτος που καταναλώναμε ως κοινωνία όλα αυτά τα χρόνια ξεπερνούσε δύο και τρεις φορές τον πλούτο που δημιουργούσαμε, ήμασταν από τα πρώτα κράτη που βρέθηκαν αντιμέτωπα με το τραγικό αυτό δίλημμα.
Και την κρίσιμη εκείνη στιγμή (2009), αντί να προσπαθήσουμε δια της διπλωματικής και της πολιτικής οδού να διασφαλίσουμε τα συμφέροντα μας και να επιτύχουμε μία επωφελή συμφωνία με τους δανειστές μας, συναινέσαμε σε μία καταστροφική οικονομική συμφωνία η οποία, εάν κάτι δεν αλλάξει σύντομα, οδηγεί μαθηματικά την ελληνική κοινωνία σε ένα μοντέλο μελλοντικής ανάπτυξης «Ινδικού» τύπου.
Σήμερα βέβαια, εν έτει 2013, δείχνει μάλλον αδύνατη η αλλαγή κάποιων βασικών δεδομένων που διαμορφώθηκαν το 2009 και το 2010. Και για να είμαστε δίκαιοι, θα πρέπει να πούμε ότι κατά την γνώμη μας, ο τρόπος κατά τον οποίο διαχειρίζεται την διαμορφωθείσα κατάσταση η υπάρχουσα κυβέρνηση, δείχνει αποτελεσματικός.
Πέρα όμως από την βραχυπρόθεσμη, μικρο-οικονομική διαχείριση, υπάρχει και η μακροπρόθεσμη στρατηγική. Και εκεί, μάλλον θα πρέπει να γίνουν άμεσες διορθώσεις.
Είναι γεγονός ότι έως και το τέλος της κυβέρνησης Σημίτη, το 2003 (και παρ΄ όλο που ήταν η περίοδος κατά την οποία η εσωτερική διαφθορά γιγαντώθηκε), η Ελλάδα απολάμβανε την εμπιστοσύνη και της Ευρώπης - αλλά και των αγορών. Αυτό φυσικά δεν ήταν και τόσο δύσκολο, έχοντας στο τραπέζι τα μεγάλα έργα των Ολυμπιακών Αγώνων και την παγκόσμια χρηματοοικονομική ευφορία. Σίγουρα όμως στην χώρα υπήρχε μία (σπάνια για τα ελληνικά δεδομένα) πολιτική εξωστρέφεια, κάτι που σαφώς θα πρέπει να πιστωθεί στα συν εκείνης της εποχής.
Με το ξεκίνημα όμως την διακυβέρνησης Καραμανλή, το 2004, η πολιτική της χώρας άρχισε να γίνεται ανεξήγητα εσωστρεφής. Τόσο οι στρατηγικές επιλογές που έγιναν (απογραφή οικονομίας, χαζομάρες με τους αγωγούς αερίου, κλπ) όσο και οι επιλογές των προσώπων, αποδείχθηκαν εντελώς λανθασμένες, με αποτέλεσμα να φτάσουμε στην πρωτόγνωρη «απόδραση δια των εκλογών» από την εξουσία του Κ. Καραμανλή τον Οκτώβριο του 2009. Και δυστυχώς, η κυβέρνηση Παπανδρέου που τον διαδέχθηκε, υπό την πίεση ολόκληρης της οικουμένης που ξαφνικά ανακάλυψε ότι η Ελλάδα ευθύνεται για όλα τα κακά της ανθρωπότητας, αποδείχθηκε ανίκανη να διαπραγματευτεί μία μακροπρόθεσμα βιώσιμη λύση για το ελληνικό χρέος.
Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κάτι τέτοιο ήταν εύκολο. Άλλωστε, όντας έξω από τον χορό μπορούμε να λέμε πολλά τραγούδια! Σίγουρα όμως, και κάτω από οποιοδήποτε οικονομικό πρίσμα, εάν κάποιος θέλει να βοηθήσει πραγματικά μία χώρα (ή μία επιχείρηση) να ανακάμψει, πρέπει κατ’ αρχήν να μεριμνήσει για το πώς αυτή θα γίνει το γρηγορότερο δυνατό ανταγωνιστική και ικανή να γεννήσει καινούριο πλούτο.
Αυτό, σε προφανή συνδυασμό με περικοπές σε όλα τα περιττά έξοδα και με αυστηρό έλεγχο στην διαχείριση των εσόδων, είναι η απλή συνταγή που ακόμη και ένα φοιτητής οικονομικών θα πρότεινε ώστε ένας οργανισμός να ανακάμψει.
Στην περίπτωση της Ελλάδας όμως, η λύση που προκρίθηκε επικεντρώθηκε μόνο στα δύο τελευταία, αγνοώντας επιδεικτικά τον παράγοντα της ανάπτυξης.
Δεν θέλουμε να εξετάσουμε εδώ περισσότερο το γιατί και το πώς επιλέχθηκε κάτι τέτοιο. Ούτε έχει κανένα νόημα να «κλαίμε πάνω από γάλα που χύθηκε» - που λένε και οι Κινέζοι. Μία παρατήρηση μόνο οφείλουμε να κάνουμε: το σύγχρονο ελληνικό κράτος, από την ίδρυση του το 1830, δεν είχε και δεν διεκδίκησε ποτέ πρωτεία οικονομικής ανάπτυξης.
Όπως έγραφε και ο Εντμοντ Αμπού το 1850 στο περίφημο βιβλίο του «Η Ελλάδα του Όθωνος» (εκδ. Αδελφών Τολίδη) , «η σύγχρονη Ελλάς είναι ένα κράτος χρεωκοπημένο από την ημέρα που γεννήθηκε και δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να αποπληρώσει τα δάνεια που έλαβε». Ο μόνος λόγος για τον οποίο το σύγχρονο ελληνικό κράτος ιδρύθηκε, ανδρώθηκε και βοηθήθηκε να ζήσει ήταν η γεωγραφική του θέση και η πολιτική σημασία αυτής.
Όντας το νοτιοανατολικό σύνορο της Ευρώπης, η Ελλάδα είναι αφ’ ενός πύλη εισόδου προς την ήπειρο για σχεδόν οτιδήποτε προέρχεται από την Ασία, την Ανατολική Αφρική και την Μέση Ανατολή και αφ’ ετέρου σημείο ελέγχου και αμύνης του Δυτικού κόσμου απέναντι σε ένα ιδιότυπο «μουσουλμανικό τόξο» (Βουλγαρία, Τουρκία, Μέση Ανατολή, Αίγυπτος) το οποίο η Ευρώπη άλλοτε προσεταιρίζεται και άλλοτε εχθρεύεται - ανάλογα με τα εκάστοτε συμφέροντα της.
Να θυμίσουμε επίσης ότι εδώ και πολλούς αιώνες, η Ελλάδα είναι σημαντικό πιόνι στην σκακιέρα που παίζεται ο διακαής πόθος της Ρωσίας για (εμπορική και στρατιωτική) έξοδο στην Μεσόγειο.
Τα παραπάνω είναι συνοπτικά οι λόγοι για τους οποίους οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής βοήθησαν τόσο πολύ την σύγχρονη Ελλάδα να γίνει αυτόνομο κράτος (το 1830), ο Βενιζέλος κατόρθωσε να φτάσει έως την too-good-to-be-true συνθήκη των Σεβρών (του 1920) και ο Τσώρτσιλ «το πήρε εντελώς προσωπικά» και διασφάλισε με θεμιτά και αθέμιτα μέσα την παραμονή της Ελλάδα στο Δυτικό μπλοκ (το 1944-45). Διότι, για να θυμίσουμε εδώ τα λόγια του Ελευθερίου Βενιζέλου, στον σύγχρονο κόσμο «δεν υπάρχουν εθνικά δίκαια. Υπάρχουν εθνικά συμφέροντα».
Όσο δύσκολη λοιπόν και αν ήταν η διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους ετέρους το 2009-2010, οι ελληνικές κυβερνήσεις όφειλαν να έχουν ρίξει στο τραπέζι όλα τα χαρτιά που πιθανόν απέρρεαν από την γεωπολιτική σημασία της χώρας - ιδίως σε μία χρονική στιγμή όπου κάτι μεγάλο ετοιμάζεται να ξεσπάσει στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής, με φόντο τον ενεργειακό «πόλεμο» ΗΠΑ-Κίνας-Ρωσίας. Άλλωστε, κάθε σοβαρή διαπραγμάτευση που σέβεται τον εαυτό της οφείλει να είναι σαν ένα παιχνίδι με χαρτιά: και άσους στο μανίκι πρέπει να έχεις, και μπλόφες (και μπλόφες-στις-μπλόφες) πρέπει να κάνεις….
Μετά λοιπόν από όσα έγιναν ή δεν έγιναν, η κατάσταση σήμερα είναι δεδομένη: οικονομικά, η Ελλάδα πλέον εξαρτάται αποκλειστικά από τις διαθέσεις της Γερμανίας, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ. Ως αποτέλεσμα, η διαπραγματευτική της δυνατότητα απέναντι σε οποιοδήποτε λογικό ή παράλογο αίτημα των δανειστών, είναι μηδενική (όπως άλλωστε αποδείχθηκε περίτρανα και με την υπόθεση της Κύπρου).
Θεωρητικά, η κατάσταση αυτή θα διαρκέσει έως ότου η οικονομία μας εξυγιανθεί, η κοινωνία μας αρχίσει να παράγει περισσότερα από όσα ξοδεύει και κατ’ επέκταση η χώρα αποκτήσει την απαραίτητη πιστοληπτική ικανότητα για να ξαναβγεί για δανεισμό στις ελεύθερες αγορές χρήματος. Στην πράξη, η ημερομηνία που αυτό θα συμβεί είναι εντελώς αδύνατο να προσδιοριστεί: μπορεί να είναι σε πέντε χρόνια, μπορεί να είναι και ποτέ.
Πριν προχωρήσουμε στο να πούμε τι πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει από εδώ και πέρα, επιτρέψτε μας να κάνουμε δύο παραδοχές. Είναι εντελώς υποκειμενικές και φυσικά οποιοσδήποτε έχει το δικαίωμα να διαφωνεί. Είναι η βάση όμως επάνω στην οποία θα καταθέσουμε την πρόταση μας.
Παραδοχή Νο. 1: η (Ενωμένη) Ευρώπη πεθαίνει. Δεν το λέμε τώρα, το λέμε εδώ και πολλά χρόνια, από την στιγμή που φάνηκε ξεκάθαρα ότι την νομισματική ένωση δεν θα την ακολουθούσε η πολιτική ένωση. Δεν ξέρουμε εάν σε δέκα ή είκοσι χρόνια οι συνθήκες αλλάξουν, αλλά με αυτά που μπορούμε να δούμε και να καταλάβουμε σήμερα, πιστεύουμε ότι είναι θέμα χρόνου ο κατακερματισμός της Ευρώπης σε μικρές, αυτόνομες (και μάλλον προβληματικές και εχθρευόμενες μεταξύ τους) οικονομίες.
Παραδοχή Νο. 2: το πιο πάνω συμβαίνει, σε μεγάλο βαθμό, γιατί η Ευρώπη εδώ και τουλάχιστο 6-7 χρόνια στερείται παντελώς αξιόλογου και έντιμου πολιτικού κεφαλαίου. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι σχεδόν το σύνολο των σύγχρονων Ευρωπαίων πολιτικών ηγετών είναι πολύ «λίγοι», πολύ «μικροί», εντελώς αδιάφοροι για τα μακροπρόθεσμα (κοινά) Ευρωπαϊκά συμφέροντα και εντελώς ξεπουλημένοι στους τραπεζίτες και στα funds. Ευχαρίστως μπαίνουμε με όποιον το αμφισβητεί στην διαδικασία μιας «αναπαράστασης» της κρίσης που ζούμε, λαμβάνοντας ως υποθετικό δεδομένο ότι την Ευρώπη την διοικούν οι πολιτικοί ηγέτες του ’70 ή του ’80 (για να μην πάμε πιο πίσω, στις «μυθικές» μορφές του Τσώρτσιλ, του Ντε Γκωλ ή του Αντενάουερ).
Έχοντας πει τα παραπάνω, πιστεύουμε ότι η καλύτερη ίσως εξέλιξη για την χώρα μας θα ήταν ή όσο γρηγορότερη διάλυση της Ευρωζώνης και η μετάβαση ΟΛΩΝ των κρατών-μελών σε εθνικά νομίσματα, μέσα σε ένα ελεγχόμενο και σχετικά προστατευόμενο πλαίσιο, ΚΟΙΝΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ (π.χ. να αποφασισθεί σήμερα ότι την 1/1/2015 ΟΛΕΣ οι χώρες θα επιστρέψουν στα εθνικά τους νομίσματα και σε ισοτιμίες ανάλογες με αυτές που μπήκαν στο ευρώ).
Μία τέτοια λύση (που την θεωρούμε φυσικά ανέφικτη καθώς έρχεται σε σύγκρουση με τα Γερμανικά συμφέροντα) θα μας έδινε την δυνατότητα να ξανα-αποκτήσουμε τον έλεγχο της οικονομίας μας (και το σπουδαιότερο: τον έλεγχο της κυκλοφορίας του χρήματος), χωρίς όμως να στείλει την δραχμή στα τάρταρα απέναντι σε ΟΛΑ τα υπόλοιπα νομίσματα του κόσμου. Θα μας έδινε επίσης την ευκαιρία να αναπτύξουμε μία νέα εθνική παραγωγική στρατηγική η οποία θα μπορούσε, αν την υλοποιούσαμε με επιτυχία, να μας οδηγήσει σε ένα πραγματικά ευοίωνο μέλλον.
Προσοχή: αυτή η λύση δεν πρέπει να συγχέεται με την ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΙΚΗ ΜΟΝΟΜΕΡΗ ΕΞΟΔΟ της χώρας από το ευρώ. Που βέβαια δεν θα ήταν και τόσο καταστροφική αν η Ελλάδα είχε κατορθώσει να διατηρήσει μία αυτοτελή παραγωγική βάση, ικανή να καλύψει τις βασικές βιοτικές ανάγκες του ελληνικού πληθυσμού. Σήμερα όμως, που και το τελευταίο φλιτζανάκι που αγοράζουμε εισάγεται από την Κίνα, μια μονομερής έξοδος της χώρας από το ευρώ θα σήμαινε απλούστατα ότι την άλλη μέρα η δραχμή μας θα αποκτούσε αγοραστική αξία αντίστοιχη με κάποια αφρικανικά νομίσματα. Συνεπώς, θα αντιμετωπίζαμε μεγάλες δυσκολίες ακόμη και για να αγοράσουμε τα πιο στοιχειώδη είδη διαβίωσης.
Τα σενάρια βέβαια που μόλις αναφέραμε δεν πιστεύουμε ότι μπορούν να συμβούν, άμεσα. Αντίθετα, αυτό που βλέπουμε πιθανό για τουλάχιστο 1-2 ακόμη χρόνια είναι να συνεχίσει να σέρνεται η σημερινή κατάσταση με ρυθμό σταθερά επιδεινούμενο. Δηλαδή, οι δανειστές μας να απαιτούν να αποκτήσουμε ολοένα και χαμηλότερο επίπεδο διαβίωσης, το τραπεζικό σύστημα να μην μπορεί να διασφαλίσει επαρκή επίπεδα ρευστότητας στην αγορά και συνεπώς η αγοραστική (και παραγωγική) δύναμη της κοινωνίας μας διαρκώς να συρρικνώνεται.
Για όσους τυχόν δεν το έχουν αντιληφθεί, η πιο πάνω πορεία, αν συνεχισθεί για μερικά ακόμη χρόνια, θα οδηγήσει την ελληνική οικονομία σε ανάπτυξη «ασιατικού» τύπου. Δηλαδή: μεγάλο μέρος από το (σχετικά υψηλού επιπέδου) εργατικό δυναμικό που έχει η χώρα θα είναι πρόθυμο/αναγκασμένο να εργαστεί με πολύ χαμηλές αμοιβές, προκειμένου να διασφαλίσει μία στοιχειώδη διαβίωση.
Η παντελής καταστροφή όμως του παραγωγικού ιστού της χώρας και η ανυπαρξία κρουνών χρηματοδότησης, θα καταστήσουν πρακτικά αδύνατο για τους έλληνες πολίτες να αναπτύξουν αξιόλογη επιχειρηματική δραστηριότητα εντός της χώρας. Συνεπώς, το ξένο κεφάλαιο κάποια στιγμή θα κατακλύσει ανεμπόδιστα την Ελλάδα και θα εκμεταλλευτεί, τόσο το εξαιρετικό πλέον value for money των εργαζομένων, όσο και τις ιδανικές συνθήκες για οικονομική ανάπτυξη που θα παρουσιάζει η χώρα μετά τις βίαιες μεταρρυθμίσεις (μεγάλη πτώση κόστους επενδύσεων και κόστους ζωής, χαμηλοί μισθοί, παντελής εξάρθρωση του συνδικαλισμού, ευέλικτο φορολογικό πλαίσιο για τους ξένους επενδυτές κλπ)
Μπροστά μας λοιπόν έχουμε τα εξής δεδομένα:
a. Η Ελλάδα (ως οικονομία) θα έχει την δυνατότητα να αναπτυχθεί
b. Οι Έλληνες πολίτες όμως δεν θα έχουν την δυνατότητα να συμμετάσχουν στην ανάπτυξη αυτή
c. Συνεπώς, ο πλούτος που θα παράγεται θα οδηγείται εκτός ελληνικού εδάφους, το συλλογικό βιοτικό επίπεδο της χώρα δε θα μπορεί να ανέβει και ο ελληνικός λαός θα παγιωθεί ως «υπηρέτης ξένων συμφερόντων». Αυτή η ακριβώς είναι και η διαδικασία της μοντέρνας «αποικιοποίησης» μέσω του οικονομικού εκβιασμού.
Τι μπορεί να γίνει; Κατ’ αρχήν, να κατανοήσουμε τα παραπάνω . Και μετά να κατανοήσουμε επίσης ότι, αν αξίζει για κάτι να κατέβουμε στους δρόμους, αυτό να είναι όχι για να μας διασφαλίσει η κυβέρνηση υψηλούς μισθούς και συντάξεις (αυτά τελείωσαν οριστικά) αλλά ότι η χαμηλή και η μεσαία ελληνική τάξη θα αποκτήσει και πάλι την δυνατότητα του επιχειρείν. Την ευημερία στην ελληνική κοινωνία (μεταπολεμικά και αργότερα) δεν την δημιούργησαν οι μεγάλες πολυεθνικές, ούτε η υπερτροφική δημόσια διοίκηση - αλλά η μικρομεσαία ελληνική ιδιωτική πρωτοβουλία. Και αν οι διεφθαρμένοι κρατικοί λειτουργοί δεν μας είχαν οδηγήσει εδώ κατακλέβοντας τα πάντα (στο όνομα της λαϊκής κυριαρχίας), ο μέχρι πρόσφατα εθνικά παραγόμενος πλούτος από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας θα ήταν αρκετός για να μας επιτρέπει, ακόμη και σήμερα, να ζούμε με αξιοπρέπεια αντικρούοντας τους εκβιασμούς του ξένου κεφαλαίου.
Θα πρέπει λοιπόν να δοθεί στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία η εκ νέου δυνατότητα της πρωτογενούς παραγωγής πλούτου. Με αυτόν τον τρόπο ίσως μπορέσει να οικοδομηθεί σταδιακά μια νέα «μεσαία τάξη», από ανθρώπους με φιλοδοξίες και μυαλά σύγχρονα, που θα παράγει εξωστρεφή προϊόντα και υπηρεσίες υψηλής ποιότητας, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της σημερινής εποχής και θα δημιουργεί υπεραξία για την χώρα και νέες θέσεις εργασίας στο εσωτερικό. Διότι κατά την γνώμη μας, την στιγμή που η «κρατικοδίαιτη» οικονομία κατέρρευσε με πάταγο, η μόνη λύση που απομένει και πρέπει να ακολουθήσουμε είναι αυτή της «λαϊκής επιχειρηματικότητας», όσο γραφικό και αν ακούγεται αυτό σε κάποιους.
Εννοείται ότι κάτι τέτοιο δεν είναι εύκολο. Κατ’ αρχήν, γιατί αντίκειται στα συμφέροντα του διεθνούς κεφαλαίου, έτσι όπως τουλάχιστο αυτά διαφαίνονται τα τελευταία χρόνια. Και κατά δεύτερον, γιατί τα εργαλεία που έχει η κυβέρνηση στα χέρια της για να το επιτύχει είναι περιορισμένα.
Τίποτε όμως δεν είναι ανέφικτο, όταν υπάρχει ένα όραμα. Και αυτό είναι κυρίως που λείπει εδώ και πολλά χρόνια από την συλλογική μας συνείδηση.
Καιρός λοιπόν να αποφασίσουμε για το αν θέλουμε πραγματικά η χώρα μας να προσπαθήσει να αναπτυχθεί μέσα σε έναν καινούριο κόσμο, στον οποίο κάθε παλαιά πρακτική είναι εντελώς καταδικασμένη.
Κατά την γνώμη μας, για να συμβεί αυτό χρειάζεται προσπάθεια σε δύο επίπεδα:
a. Σε ατομικό επίπεδο: χρειάζεται όλοι να κατανοήσουμε ότι η ανάπτυξη πλέον δεν μπορεί να βασισθεί επάνω σε «κεκτημένα» ή κρατικοδίαιτα μοντέλα. Κάθε δραστηριότητα, απ’ όπου κι αν προέρχεται, θα πρέπει να βάζει ξεκάθαρη και πραγματική αξία στο σύνολο. Με άλλα λόγια, τα χρήματα που κερδίζει κάποιος θα πρέπει να είναι σε άμεση συνάρτηση με την αξία που βάζει στην κοινωνία. Τότε και μόνο τότε μία δραστηριότητα θα μπορεί να γεννήσει υγιή καινούριο πλούτο και να συνδράμει στην οικονομική ανάπτυξη.
b. Σε συλλογικό επίπεδο: θα πρέπει να δημιουργηθεί το απαιτούμενο περιβάλλον ώστε, η πιο πάνω ζητούμενη παραγωγικότητα να μπορέσει να αναπτυχθεί. Ο τρόπος, κατά την γνώμη μας και πάρα-πάρα πολύ συνοπτικά, εμπεριέχεται στην πιο κάτω φράση: «εντελώς απελευθερωμένη και "εύκολη" επιχειρηματικότητα για τα χαμηλά και στα μεσαία στρώματα της κοινωνίας - αυστηρά ελεγχόμενη επιχειρηματικότητα όμως στα υψηλά στρώματα με σκοπό την δίκαιη ανακατανομή μέρους του παραγόμενου πλούτου, έχοντας πάντοτε ως απώτερο στόχο την ισότιμη μεγιστοποίηση της κοινωνικής ευημερίας».
Να εξηγήσουμε λίγο περισσότερο τι εννοούμε: σήμερα στην Ελλάδα, το να ξεκινήσει κάποιος μία επιχειρηματική δραστηριότητα (από περίπτερο έως μικρομεσαία επιχείρηση) είναι μία απόφαση δύσκολη και ακριβή, για δύο γνωστούς λόγους:
α. την γραφειοκρατία που απαιτείται και η οποία είναι απλώς ασύλληπτη σε σύγκριση με κάθε δυτικό κράτος
β. τις φορολογικές, ασφαλιστικές και κάθε είδους κρατικά εκπορευόμενες επιβαρύνσεις που είναι επίσης εξωφρενικές.
Αυτό είναι προφανώς απόρροια του παρανοϊκά «αριστερίζοντος» συλλογικού μας υποσυνείδητου, βάσει του οποίου η κοινωνία μας θεωρεί σχεδόν έγκλημα την αποκομιδή οικονομικού κέρδους από ιδιωτικές δραστηριότητες - την στιγμή που η ίδια κοινωνία θεωρεί υποχρέωση του κράτους να δίνει υψηλούς μισθούς και συντάξεις στους κρατικούς λειτουργούς, ώστε αυτοί να διαβιούν άκρως καπιταλιστικά!
Στους δυο παραπάνω λόγους έχει έλθει πλέον να προστεθεί και ένας τρίτος: η έλλειψη εύκολης χρηματοδότησης.
Πρακτικά μιλάμε για μηδενική δυνατότητα χρηματοδότησης για παραδοσιακές δραστηριότητες από τον τραπεζικό τομέα και για επίσης μηδενική παροχή πίστωσης από ελληνικούς και ξένους εμπορικούς οίκους.
Τι σημαίνουν λοιπόν όλα αυτά;
Μα ότι τα χαμηλά και τα μεσαία στρώματα της ελληνικής κοινωνίας δεν έχουν πλέον την δυνατότητα να ξεκινήσουν εύκολα νέες δουλειές. Και δεν μιλάμε για τις λίγες καινοτόμες δραστηριότητες που ίσως μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τα διάφορα funds, αλλά για τις πολλές και παραδοσιακές offline δουλειές που είτε το θέλουμε, είτε όχι, στηρίζουν ακόμη τον οικονομικό ιστό της κοινωνίας.
Αντίθετα, στα υψηλά οικονομικά στρώματα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στην Ελλάδα δημιουργούνται σιγά-σιγά οι προϋποθέσεις για να υπάρξει σημαντική ανάπτυξη, πιθανότατα μετά το 2015.
Είναι δεδομένο επίσης ότι θα υπάρξει μεγάλο ξεπούλημα πολύτιμης κρατικής περιουσίας σε τιμές ευτελείς. Όλα αυτά ετοιμάζεται να τα εκμεταλλευτεί το διεθνές κεφάλαιο, πιθανότατα σε συνεργασία με κάποιους εγχώριους μεγάλους παίκτες οι οποίοι ήδη αρχίζουν να παίρνουν θέσεις.
Εάν λοιπόν δεν αλλάξουν κάποια πράγματα, θα επαναληφθεί με παραλλαγές το συνηθισμένο σκηνικό των τελευταίων δεκαετιών: η όποια πίτα στην κορυφή θα (ξανα)μοιρασθεί ανάμεσα σε 10-20 επιχειρηματικά τζάκια, παλιά και καινούρια, την στιγμή που η μεγάλη πλειοψηφία του λαού θα βυθίζεται όλο και περισσότερο στην ένδεια.
Εμείς τι λέμε: αφ’ ενός, να δημιουργηθεί ένα έντιμο ελεγκτικό και φορολογικό πλαίσιο για τις δραστηριότητες της κορυφής. Ένας δίκαιος μηχανισμός, που από τη μια θα επιτρέπει την υλοποίηση μεγάλων επενδύσεων χωρίς να τιμωρεί το κέρδος, από την άλλη όμως θα διασφαλίζει (όσο γίνεται) την διαφάνεια και την ανακατανομή μέρους του παραγόμενου πλούτου προς όφελος των χαμηλών στρωμάτων.
Και αφ’ ετέρου, να απελευθερωθεί εντελώς και να ενισχυθεί η επιχειρηματική δραστηριότητα στα χαμηλά στρώματα:
a. Με ολοκληρωτικό άνοιγμα επαγγελμάτων και μηδενικά κόστη ίδρυσης εταιρειών.
b. Με αναστολή καταβολής πάσης φύσεως εισφορών για τα πρώτα χρόνια ζωής μιας επιχείρησης (και ας υπάρχουν αυξημένες καταβολές αργότερα).
c. Με χορήγηση κρατικών εγγυήσεων για επιχειρήσεις προς το εσωτερικό της χώρας (π.χ. σε τελωνεία για την αναστολή καταβολής δασμών και διευκόλυνση έτσι των εξαγωγών και των εισαγωγών - ή σε όποιους ιδιοκτήτες ακινήτων δέχονται την κρατική εγγύηση για να ενοικιάσουν έναντι αυτής τα μαγαζιά τους σε νέους επιχειρηματίες ).
d. Με έξτρα φορολογικές και ασφαλιστικές ελαφρύνσεις για τις εταιρείες που παράγουν ή εξάγουν.
e. Με φθηνή μίσθωση προς επιχειρήσεις των αμέτρητων κρατικών ακινήτων που είτε λιμνάζουν, είτε φιλοξενούν άχρηστες δημόσιες υπηρεσίες.
Και τόσα άλλα.
Αφού η πολιτεία δεν μπορεί πλέον να ρίξει φθηνό χρήμα στην αγορά ή να χορηγήσει φθηνά δάνεια μέσω των ανύπαρκτων κρατικών τραπεζών, ας προχωρήσει τουλάχιστο στην παροχή έμμεσων κινήτρων και ελαφρύνσεων ώστε να διευκολύνει την δημιουργία νέων δραστηριοτήτων.
Δεν είμαστε βέβαια αφελείς να πιστεύουμε ότι μπορεί από την μια στιγμή στην άλλη το ελληνικό κράτος να απολέσει τον διεφθαρμένο και φαύλο χαρακτήρα του. Ούτε πιστεύουμε ότι τα κάθε λογής συμφέροντα θα επιτρέψουν εύκολα την ανάπτυξη τμημάτων τη οικονομίας τα οποία δεν θα ελέγχουν.
Γνωρίζουμε όμως ότι πλέον δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Εάν θέλουμε πραγματικά η χώρα μας να προσπαθήσει να ορθοποδήσει, θα πρέπει να αγωνιστούμε για την χάραξη και υλοποίηση μίας νέας παραγωγικής στρατηγικής η οποία θα συμπεριλαμβάνει όλα τα στρώματα της κοινωνίας.
Η ανάκαμψη, αν έλθει, θα ξεκινήσει από τα κάτω.
Από την βάση θα αρχίσουν να στήνονται καινούριες δουλειές που θα δημιουργήσουν νέες θέσεις εργασίας και φρέσκο πλούτο, ο οποίος με την σειρά του θα επιστρέψει στα χαμηλά στρώματα και θα αρχίσει να ανατροφοδοτεί την ανάκαμψη.
Το κράτος, ως επιχειρηματίας και εργοδότης έχει τελειώσει οριστικά και τα μεγάλα οικονομικά τζάκια, ότι πλούτο δημιουργήσουν θα τον κρατήσουν για τον εαυτό τους, καλά φυλαγμένο στους ανά τον κόσμο φορολογικούς παραδείσους.
Είναι προφανές ότι πολλοί μπορεί να διαφωνήσουν με όλα τα παραπάνω. Ακόμη περισσότεροι ίσως θεωρήσουν την υλοποίηση τους εντελώς ανέφικτη, σε μία εποχή που το «αίμα ρέει στους δρόμους».
Εμείς, αυτό που απαντάμε είναι ότι τίποτε και ποτέ δεν ήταν εύκολο, πόσο μάλλον σήμερα. Όταν όμως υπάρχει όραμα, γνώση και στόχος ξεκάθαρος, τίποτε δεν είναι αδύνατο. Εύκολοι είναι οι φθηνοί αφορισμοί και τα μεγάλα λόγια - δεν οδηγούν όμως πουθενά (το είδαμε μόλις πρόσφατα στην Κύπρο).
Είναι πολύ πιο δύσκολη η πρωτότυπη και δημιουργική σκέψη, ο καινοτόμος σχεδιασμός και η ρεαλιστική υλοποίηση - αλλά πλέον είναι ο μόνος δρόμος. Ας αφήσουμε την γκρίνια και την μιζέρια και ας γίνουμε επιτέλους doers μέσα σε έναν κόσμο δραματικά μεταβαλλόμενο που καθημερινά θα μας εκπλήσσει.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου